καταχρώννυμι
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
Poll.7.169, Suid.: impf. κατέχρωζεν Anon. ap. Suid. (s.h.v.):—colour, -χρῶσαι τὴν κόμην Poll.2.35, cf. Alex.Aphr. in SE9.3:—Pass., metaph., κατὰ δὲ κηλῖδα… κέχρωσαι E.Hec.911 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
1 noircir;
2 salir, tacher.
Étymologie: κατά, χρώννυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-χρώννυμι kleuren; overdr., met acc. v. h. inw. obj.: κατὰ δ’ αἰθάλου κηλῖδ’(α)... κέχρωσαι jij bent zwart van de rookvlekken Eur. Hec. 911 (tmesis, lyr.).
German (Pape)
[ῡ], (χρώννυμι), anfärben, anstreichen, καταχρῶσαι τὴν κόμην Poll. 2.31; beschmutzen, Sp.; als tmesis rechnet man Eur. Hec. 911 hierher, κατὰ δ' αἰθάλου κηλῖδ' οἰκτροτάταν κέχρωσαι.
Russian (Dvoretsky)
καταχρώννῡμι: окрашивать, пачкать: κατα δ᾽ αἰθάλου κηλῖδ᾽ κέχρωσαι (Τροία) Eur. копотью покрылась Троя.
Greek (Liddell-Scott)
καταχρώννῡμι: μέλλ. -χρώσω· -χρωματίζω ἐντελῶς, καταβάπτω, καταχρῶσαι τὴν κόμην Πολυδ. Β΄, 35·- Παθ., κατεχρώσθη τὸ πρόσωπον κατ’ Αἰθίοπα, ἐμελάνισε, Εὐμάθ. σ. 121·- μεταφορ., κατὰ δὲ κηλῖδα… κέχρωσαι Εὐρ. Ἑκ. 911·- οἱ τύποι τοῦ ἐνεστ. εὕρηνται παρὰ Σουΐδ., Πολυδ. Ζ΄, 169· παρὰ τοῖς Ἐκκλ. ὡσαύτως, καταχρώσκω.
Greek Monolingual
καταχρώννυμι και καταχρωννύω και καταχρώζω (AM)
χρωματίζω εντελώς, βάφω («καταχρῶσαι τὴν κόμην», Πολυδ.)
αρχ.
παθ. καταχρώννυμαι
κηλιδώνομαι, λερώνομαι («κατὰ δ' αἰθάλου κηλῖδα... κέχρωσαι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + χρώννυμι «χρωματίζω»].