Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ῥίψ

From LSJ
Revision as of 11:42, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht

Menander, Monostichoi, 64
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥίψ Medium diacritics: ῥίψ Low diacritics: ριψ Capitals: ΡΙΨ
Transliteration A: rhíps Transliteration B: rhips Transliteration C: rips Beta Code: r(i/y

English (LSJ)

ῥῑπός, ἡ (later also ὁ, Arist.Pr.911b11),

   A plaited work of osiers or rushes, wicker-work, mat, φράξε δέ μιν [σχεδίην] ῥίπεσσι διαμπερὲς οἰσυΐνῃσι, κύματος εἶλαρ ἔμεν, evidently as a kind of bulwark (cf. παράρρυμα), Od.5.256; ῥιψὶ καταστεγάζειν Hdt.4.71; πάρεξις ῥιπῶν SIG57.32 (Milet., V B.C.): prov., θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις E. Fr.397, cf. Ar.Pax 699, Luc.Herm.28, Favorin. in PVat.11.7.27; cf. ῥῖπος.

German (Pape)

[Seite 845] ῥιπός, ἡ (nach Schol. Ar. Pax 683 von ῥέπω), Flechtwerk von jungen Zweigen, von Schilf, Rohr, Binsen; Od. 5, 256; ῥιψὶ καταστεγάζω, Her. 4, 71, Matte, crates. Sprichwörtlich θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις, wenn Gott will, kann man selbst auf einer Binsenmatte schiffen, von der selbst das Unmögliche möglich machenden Allmacht Gottes, Ar. Pax 699 (vgl. auch ῥῖπος), wo der Schol. sagt τοῖς τῆς ἰτέας κλάδοις, u. ῥίψ erkl. als ἱμαντῶδες φυτόν; Luc. Hermot. 28 sagt ἐπὶ ῥιπὸς τὸν Αἰγαῖον διαπλεῦσαι θέλοντες. – Bei Arist. probl. 15, 5 steht falsch οἷον ἐν ταῖς ῥίψεσι für ῥίπεσι od. ῥιψί.

Greek (Liddell-Scott)

ῥίψ: ῥῑπός, ἡ, (παρὰ μεταγεν. καὶ ὁ, Λοβ. Παραλ. 114)· - πλέγμα ἐκ καλάμων ἢ βούρλων, καλαμωτή, ψάθα, Λατ. crates, φράξε δέ μιν [[[σχεδίην]]] ῥίπεσσι διαμπερὲς οἰσυΐνῃσι, κύματος εἶλαρ ἔμεν, «πλέγμασι ψιαθώδεσι ..., οἰσυΐνῃσι δέ, τοῖς τῆς ἰτέας κλάδοις» (Σχόλ.), καὶ κατ’ Εὐστάθ. «ῥῖπες πλέγμα φασὶ καλάμου πλατύ, ὡς ψίαθος, καὶ ἔοικεν ἐντεῦθεν τοῖς ναυτικοῖς καλαμωτὴ λέγεσθαι ὁ ἑκατέρωθεν περὶ τὰ χείλη τῶν πλοίων φραγμὸς» (πρβλ. παράρρυμα), Ὀδ. Ε. 256· ῥιψὶ καταστεγάζειν Ἡρόδ. 4. 71· - παροιμ., θεοῦ θέλοντος κἄν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 405Β, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 699, Λουκ. Ἑρμότ. 28. - Ὑπάρχει ὁ μεταγενέστερος τύπος ῥῖπος (ἀρσ. καὶ οὐδ.) ἰσοδύναμος τῷ προκειμένῳ. (Ἐντεῦθεν ῥιπὶς, ῥιπίζω, ῥώψ· Λατ. scirp-us Ἀρχ. Γερμ. sciluf (schilf)· πρβλ. ὡσαύτως γρῖφος, γρῖπος.