δῆρις
Ἕωθεν προλέγειν ἑαυτῷ: συντεύξομαι περιέργῳ, ἀχαρίστῳ, ὑβριστῇ, δολερῷ, βασκάνῳ, ἀκοινωνήτῳ: πάντα ταῦτα συμβέβηκεν ἐκείνοις παρὰ τὴν ἄγνοιαν τῶν ἀγαθῶν καὶ κακῶν. → When you wake up in the morning, tell yourself: The people I deal with today will be meddling, ungrateful, arrogant, dishonest, jealous, and surly. They are like this because they can't tell good from evil. | Say to yourself in the early morning: I shall meet today inquisitive, ungrateful, violent, treacherous, envious, uncharitable men. All these things have come upon them through ignorance of real good and ill.
English (LSJ)
ἡ,
A battle, contest, Il.17.158, al. (only in acc.): nom. in A. Supp.412 (lyr.), Emp.122.2 (personified), Epigr.Gr.343 (Germa); gen. δήριος A.Ag.942, δήρεως Suid.
German (Pape)
[Seite 567] ἡ, Kampf, Wettstreit; vielleicht verwandt mit δήιος. Bei Homer zweimal, im accus. δῆριν: Iliad. 17, 158 ἄνδρας οἳ περὶ πάτρης ἀνδράσι δυσμενέεσσι πόνον καὶ δῆριν ἔθεντο; Odyss. 24, 515 υἱός θ' υἱωνός τ' ἀρετῆς πέρι δῆριν ἔχουσιν. – Batr. 4 δῆριν ἀπειρεσίην, πολεμόκλονον ἔργον Ἄρηος; vs. 198 δῆριν ὁρῶντες; Hes. O. 14 πόλεμόν τε κακὸν καὶ δῆριν ὀφέλλει; vs. 33 νεί. κεα καὶ δῆριν ὀφέλλοις; Scut. 241 πλέονες δ' ἔτι δῆριν ἔχοντες μάρναντο; vs. 251 Κῆρες δῆριν ἔχον περὶ πιπτόντων; vs. 306 ἀμφὶ δ' ἀέθλοις δῆριν ἔχον καὶ μόχθον; Epigr. bei Demosth. Cor. 289 οἵδε πάτρας ἕνεκα σφετέρας εἰς δῆριν ἔθεντο ὅπλα. – Nominat. δῆρις Aeschyl. Suppl. 412; genit. δήριος Agam. 942. Suid. hat s. v. Δῆρις den genit. δήρεως u. den dativ. δήρει, ohne Belege.
Greek (Liddell-Scott)
δῆρις: ἡ, ἀγών, μάχη, συμπλοκή, ἅμιλλα, Ἰλ. Ρ. 158, κτλ.· (ἀλλὰ μόνον κατ᾿ αἰτιατ.)· ὀνομ. ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 412, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 343· γεν. δήριος Αἰσχύλ. Ἀγ. 942, δήρεως παρὰ Σουΐδ.