μαντική
λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us
English (Woodhouse)
(see also: μαντικός) divination, art of prediction, art of prognosticating, power of prediction
Russian (Dvoretsky)
μαντική: ἡ (sc. τέχνη) Her., Plat., Trag. = μαντευτική.
Greek Monolingual
η (Α μαντική)
η τέχνη του μάντη, η ικανότητα να προλέγει κάποιος τα μέλλοντα ή να αποκαλύπτει τα άγνωστα («τρόπους τε πολλοὺς μαντικῆς ἐστοίχισα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθέτου μαντικός.
Lexicon Thucydideum
divinatio, soothsaying, prophecy, 5.103.2.
Translations
divination
Bulgarian: предсказване; Catalan: endevinació; Chinese Mandarin: 卜筮, 占卜, 卜卦; Czech: věštba, věštění; Ewe: afakaka; Finnish: ennustaminen; French: divination; Galician: adivinación; German: Wahrsagerei, Wahrsagen; Greek: μαντεία; Ancient Greek: ἀφητορεία, μαντεία, μαντείη, μαντηΐη, μαντική, μαντευτική; Hungarian: jövendölés; Indonesian: ramal, tenung; Irish: fáistine; Italian: divinazione; Japanese: 占い; Korean: 점(占), 복점(卜占); Latin: divinatio; Maori: niu; Ottoman Turkish: كبزه; Polish: wróżba, wróżenie; Portuguese: adivinhação, divinação; Russian: предсказание, прорицание, предвидение; Spanish: adivinación, divinación; Swahili: ramli; Turkish: kehanet, önbili