βλιτομάμμας
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
or βλῐτο-μάμας, ου, ὁ,
A booby, Ar.Nu.1001, cf. Phryn. PSp.55 B.
German (Pape)
[Seite 449] ὁ, Ar. Nubb. 908 (auch -μάμας geschr.), der wie ein Kind immer die Mutter ruft, dummer Lasse, Dummkopf; vgl. B. A. 31. Nach Hesych. auch βλίτων, fem. βλιτάς.
Greek (Liddell-Scott)
βλιτομάμμας: ἢ -μάμας, ου, ὁ, εὐήθης, ἴδε ἐν λ. βληχητά· συγγενὴ εἶναι τὰ μαμμάκυθος, συκομάμμας