ναυβάτης

From LSJ
Revision as of 11:20, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυβᾰτης Medium diacritics: ναυβάτης Low diacritics: ναυβάτης Capitals: ΝΑΥΒΑΤΗΣ
Transliteration A: naubátēs Transliteration B: naubatēs Transliteration C: navvatis Beta Code: nauba/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (βαίνω)

   A seafarer, seaman, Hdt.1.143, A.Pers.1011 (lyr.), S.Ph.301, 540, Th.1.121, Rev.Bibl.14.290 (Megiste), etc.    II as Adj., ν. στρατός A.Ag.987 (lyr.); ὁπλισμοί ib.405 (lyr.); ν. στόλος S.Ph.270; ν. λεώς E.IA294 (lyr.); ν. ἀνήρ collective for ναυβάται, A.Pers.375.

German (Pape)

[Seite 230] ὁ, der ein Schiff bestiegen hat, ein Schiffer; ἀνήρ, Aesch. Pers. 367, öfter; στρατός, Ag. 960; auch ὁπλισμοί, 393; νεὼς σῆς ναυβάτης, Soph. Phil. 536, öfter; auch ναυβάτῃ στόλῳ, ih. 270; ναυβάταν λεών, Eur. I. A. 294, öfter; Her. 1, 143 u. Folgde; ξένοι, Miethstruppen zur See, Thuc. 1, 121.

Greek (Liddell-Scott)

ναυβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, (βαίνω), νεὼς ἐπιβάτης, πλωτήρ, ἐπιβάτης πλοίου, Ἡρόδ. 1. 143, Αἰσχύλ. Πέρσ. 1001, Σοφ. Φιλ. 301, 540, Θουκ. 1. 121, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ν. στρατὸς Αἰσχύλ. Ἀγ. 987· ὁπλισμοὶ αὐτόθι 405· ν. στόλος Σοφ. Φιλ. 270· ν. λεὼς Εὐρ. Ι. Α. 264· ν. ἀνήρ, περιληπτικῶς ἀντὶ τοῦ ναυβάται, Αἰσχύλ. Πέρσ. 375· - κατὰ τὸν Πολυδ. Α΄, 95: «περίνεως· οὕτω δ’ ἐκάλεσε (ὁ Θουκυδίδης δηλ.) τοὺς ἄλλους ἐπιβάτας. τούτους δ’ ἂν καὶ πλωτῆρας καλοῖεν· τὸ γὰρ ναυβάτας ὀνομάζειν τραγικώτερον, βέλτιον δὲ τὸ ἐπιβεβηκότας καὶ ἐμπλέοντας, μάλιστα δὲ ἐπιβάτας».