ῥαπτός
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
English (LSJ)
ή, όν,
A stitched, patched, χιτών, κνημῖδες, Od. 24.228,229; ἐν σκυταρίοις ῥ. Anaxil.18.6; πλοῖα boats made of hides sewn together, Str.7.4.1. 2 metaph., strung together, continuous, ῥαπτῶν ἐπέων ἀοιδοί Pi.N.2.2; cf. ῥαψῳδός. II worked with the needle: hence ῥαπτά, τά, embroidered carpets, X.HG4.1.30; ῥαπτὴ σφαῖρα a ball of divers colours, AP12.44 (Glauc.).
German (Pape)
[Seite 834] zusammengenäht, geflickt; χιτών, κνημῖδες, Od. 24, 228. 229; übh. zusammengefügt, ἔπεα, Pind. N. 2, 2. – Auch durchnäht, gestickt, od. gesteppt, τὸ ῥαπτόν, ein weicher, gesteppter Teppich, Xen. Hell. 4, 1, 30, ἐφ' ὧν καθίζουσιν οἱ Πέρσαι μαλακῶς; u. so ist wohl auch ῥαπτὴ σφαῖρα ein bunter Ball, Glauc. 1 (XII, 44).
Greek (Liddell-Scott)
ῥαπτός: -ή, -όν, (ῥάπτω) ἐρραμμένος, χιτών, κνημῖδες Ὀδ. Ω. 228, 229· ἐν σκυταρίοις ῥ. Ἀναξίλας ἐν «Λυροποιῷ» 1· πλοῖα ῥ., πεποιημένα ἐκ δερμάτων συνερραμμένων, Στράβ. 308. 2) μεταφορ., συνειρμένος, «ἀραδιασμένος» κατὰ σειράν, συνεχής, ῥαπτῶν ἐπέων ἀοιδοὶ Πινδ. Ν. 2. 2· πρβλ. ῥᾳψωδός. ΙΙ. ὁ διὰ τῆς βελόνης εἰργασμένος· ὅθεν ῥαπτόν, τό, κεντητὸς τάπης (πρβλ. consuta tapetia, Πλούτ.), Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 30· ῥαπτὴ σφαῖρα, σφαῖρα ἐκ δερμάτων διαφόρων χρωμάτων συνερραμμένη, Ἀνθ. Π. 12. 44.