ἐπιφοιτάω

From LSJ
Revision as of 10:22, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιφοιτάω Medium diacritics: ἐπιφοιτάω Low diacritics: επιφοιτάω Capitals: ΕΠΙΦΟΙΤΑΩ
Transliteration A: epiphoitáō Transliteration B: epiphoitaō Transliteration C: epifoitao Beta Code: e)pifoita/w

English (LSJ)

Ion. ἐπιφοιτ-έω,

   A come habitually or in addition, πλεῦνος αἰεὶ γινομένου τοῦ ἐπιφοιτέοντος Hdt.1.97 ; οἱ ἐπιφοιτῶντές τε καὶ οἱ ἀρχὴν ἐλθόντες the subsequent arrivals, Id.9.28 ; ὁ ἐπιφοιτῶν κέραμος every new wine-jar imported, Id.3.6 ; ἐ. ἐς.. to go about to different places, Th.1.135 ; τὴν γῆν δῃοῦν ἐπιφοιτῶντες visiting, invading it, ib.81 ; τὰς πόλεις Jul.Or.7.221b : c. dat., τοῖς θεάτροις Ael.VH2.13.    2 c. dat. pers., σπάνιος ἐ. σφι visits them rarely, of the Phoenix, Hdt.2.73, cf. Ph.1.265, Palaeph.37, Luc.Am.9, etc.    3 c. acc. pers., of visions, haunt, Hdt.7.16.γ, cf. 15 ; of a disease, recur, Hp.Coac.316 ; spread, ἅπασι [τοῖσι νεύροισι], of rheumatic pains, Aret.SD2.12 ; ἐπεφοίτα πανταχόσε he went round to every ship, Plu.Ant.65.    4 in mal. part., ταῖς θυγατράσι τινός Hdn.5.3.10.

German (Pape)

[Seite 1000] hinzugehen, -kommen, οἱ ἐπιφοιτῶντές τε καὶ οἱ ἀρχὴν ἐλθόντες Her. 9, 28, öfter; von Traumbildern, 7, 15. 16; von Sachen, ὁ ἐπιφοιτέων κέραμος 3, 6; τινί, zu Einem, 2, 73; ἐς τὴν ἄλλην Πελοπόννησον Thuc. 1, 135; Sp., τὰς πόλεις, besuchen, Iulian.; feindlich einfallen, Thue. 1, 81. – Häufig, u Einem kommen, besuchen, Luc. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιφοιτάω: Ἰων. -έω, μεταβαίνω που συχνά, συχνάζω, πλεῦνος δὲ ἀεὶ γινομένου τοῦ ἐπιφοιτέοντος, ἀντὶ πλεύνων δὲ ἀεὶ γινομένων τῶν ἐπιφοιτεόντων, τῶν προσερχομένων νὰ δικασθῶσιν, Ἡρόδ. 1. 97., 9. 28· ὁ ἐπιφοιτέων κέραμος, τὰ ἀεὶ εἰσαγόμενα ἀγγεῖα οἴνου, ὁ αὐτ. 3. 6· ἐπ. ἐς..., περιέρχομαι εἰς διάφορα μέρη, Θουκ. 1. 135· ὥστε τὴν γῆν δῃοῦν ἐπιφοιτῶντες, ὥστε εἰσβάλλοντες νὰ δῃῶμεν τὴν γῆν, αὐτόθι 81. 2) μετὰ δοτ. προσ., σπάνιος ἐπιφοιτᾷ σφι, σπανίως ἐπισκέπτεται αὐτούς, περὶ τοῦ ἱεροῦ πτηνοῦ τῶν Αἰγυπτίων φοίνικος, Ἡρόδ. 2. 73, πρβλ. Λουκ. Ἔρωτ. 9. 3) μετ’ αἰτ. προσ., ἐπὶ ὀνείρων, φῄς τοι... ἐπιφοιτᾶν ὄνειρον θεοῦ τινος πομπῇ Ἡρόδ. 7. 16, πρβλ. 15. 16· ἐπὶ νόσου, ἐπανέρχομαι, Ἱππ. 169C, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 4· ἐπεφοίτα πανταχόσε, μετέβαινε πανταχοῦ, Πλουτ. Ἀντ. 65.