πανταχόσε
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
English (LSJ)
Adv., = πανταχοῖ (all over the place, any whither, all-over, all-pervasive, ever-present, everywhere, extensive, far and wide, far-reaching, in every part, inescapable, omnipresent, on all sides, pervasive, popular, predominant, present everywhere, prevalent, ubiquitous, universal, very common, wide-ranging, worldwide, altogether, absolutely, at all, always, in every direction, everywhere, every way), Th. 7.42, Pl. R. 540a, etc. ; incorrectly for πανταχοῦ, τοῖς π. δήμοις Plu. Agis 14.
German (Pape)
[Seite 463] = πανταχοῖ, Plat. Rep. VII, 539 e u. öfter, u. Sp., wie Plut. Agis 14.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 de tous côtés, partout avec mouv.
2 irrég. c. πανταχοῦ.
Étymologie: πᾶς, -αχόσε.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανταχόσε [πᾶς] adv., overal heen, overal.
Russian (Dvoretsky)
παντᾰχόσε: adv.
1 Thuc., Plat. = πανταχοῖ;
2 Plut. = πανταχοῦ I.
Greek (Liddell-Scott)
πανταχόσε: Ἐπίρρ., = τῷ προηγ., Θουκ. 7. 42, Πλάτ. Πολ. 539Ε, κτλ.· ἡμαρτημένως ἀντὶ πανταχοῦ, τοῖς π. δήμοις Πλουτ. Ἆγις 14.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. προς κάθε κατεύθυνση, παντού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- + επιρρμ. κατάλ. -σε (πρβλ. πολλαχόσε), μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. πανταχός].
Greek Monotonic
παντᾰχόσε: (πᾶς), επίρρ. = το επόμ., σε Θουκ., Πλάτ.