βύας
From LSJ
English (LSJ)
ου, ὁ,
A eagle-owl, Strix bubo, Arist.HA592b9 (v.l. βρύας) βύας ἔβυξε an owl hooted, D.C.56.29, 72.24. (Onomatop.)
German (Pape)
[Seite 467] ὁ, der Uhu, Arist. H. A. 8, 3; auch βρύας u βῦζα.
Greek (Liddell-Scott)
βύας: -ου, ὁ, νυκτερινὸν πτηνόν, εἶδος μεγάλης γλαυκός, «μποῦφος», Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 3, 2· βύας ἔβυξε, «ἕνας μποῦφος ἐφώναξε», Δίων Κ. 56. 29., 72. 24· - ὁ τύπος βῦζα καὶ τὸ ῥῆμα βύζω δεικνύουσιν ὅτι τὸ βρύας εἶναι ἐσφ. γραφὴ παρ’ Ἀριστ.