δέλτα
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
τό, indecl.,
A the letter δέλτα: gen. δέλτατος Democr.20. (Hebr. dāleth 'door'.) II anything shaped like a Δ, esp. island formed by the mouths of a large river, as the Nile, Hdt.2.13, etc.; of the Indus, Str.15.1.33, Arr.An.5.4.1, etc. 2 adverbially, δ. παρατετιλμέναι Ar.Lys.151. III = δελτωτόν, Ptol.Tetr.27.
German (Pape)
[Seite 544] τό, indecl., 1) der vierte Buchstab des griechischen Alphabets, Xen. Mem. 4, 2, 13, s. oben δ. – 2) der zwischen den Nilarmen liegende Theil Unterägyptens, von seiner dreieckigen Gestalt, Her. u. A. – 3) = αἰδοῖον γυναικεῖον, Ar. Lys. 151.
Greek (Liddell-Scott)
δέλτα: τό, ἄκλιτ., ἴδε ἐν Δ δ· γεν. δέλτατος ἐν Α. Β. 781. ΙΙ. πᾶν τὸ ἔχων σχῆμα Δ, ἰδίως ὄνομα τῶν νήσων, ἃς σχηματίζουσι τὰ στόμια μεγάλων ποταμῶν, οἷον τοῦ Νείλου, Ἡρόδ. 2. 13, κτλ.· τοῦ Ἰνδοῦ, Στράβων 701, Ἀρρ. 5. 4, κτλ, 2) τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον, Ἀριστοφ. Λυσ. 151.