ἑδρίτης
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A suppliant sitting on the hearth, Suid., EM316.53 (-ηστής Zonar.).
German (Pape)
[Seite 717] ὁ, = ἱκάτης, der auf dem Heerde sitzt, E. M. 316, 53.
Greek (Liddell-Scott)
ἑδρίτης: ῑ, ὁ, ἱκέτης, ἀπὸ τοῦ καταφεύγειν ἐπὶ τὴν ἑστίαν, Σουΐδ., Στ. Βυζ., Ζωναρ., Κύριλλ., πρβλ. ἱκέτης.