ἐμπειρία
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
English (LSJ)
ἡ,
A experience, E.Ph.529, Th.4.10; opp. ἀνεπιστημοσύνη, Id.5.7; ἡ ἐκ πολλοῦ ἐ., opp. ἡ δι' ὀλίγου μελέτη, Id.2.85; ἡ μὴ 'μπειρία want of experience, Ar.Ec.115; δι' ἐμπειρίαν Pl.Prm. 137a; ἐπιστήμῃ, οὐκ ἐμπειρία οἰκείᾳ κεχρημένον Id.R.409b: pl., D. Prooem.45. 2 c. gen. rei, experience in, acquaintance with, τῶν πραγμάτων Antipho5.1; μάχης ἐμπειρίᾳ τῆς ἐκείνων Th.3.95; ἀμφοτέρων τῶν ἡδονῶν Pl.R.582b; also ἐ. περί τι X.HG7.1.4; ἐ. ἡ κατὰ τὴν πόλιν Th.2.3; ἐ. ἡγεμονική Plb.10.24.4, etc. II practice, without knowledge of principles, esp. in Medicine, empiricism, ἰατρὸς τῶν ταῖς ἐμπειρίαις ἄνευ λόγου τὴν ἰατρικὴν μεταχειριζομένων Pl.Lg.857c (hence οἱ ἀπὸ τῆς ἐ. ἰατροί S.E.M.8.191, Gal.Sect.Intr.1); κατ' ἐμπειρίαν τὴν τέχνην κτᾶσθαι empirically, Pl.Lg.720b; οὐκ ἔστιν τέχνη, ἀλλ' ἐ. καὶ τριβή Id.Grg.463b, cf. 465a, Lg.938a (whereas Plb. opposes ἐ. to ἀπειρία καὶ τριβὴ ἄλογος 1.84.6): but also, 2 craft, τοῖς περὶ τὰς ἐ. γεγυμνασμένοις Isoc.13.14; πραγμάτων ἐ., including τέχνη and ἐπιστήμη Metrod.61; αἱ ἄλλαι ἐ. καὶ τέχναι the other crafts and arts, Arist.Pol.1282a1; αἱ περὶ τῶν τοιούτων ἐ. ib.1297b20; also, experiments, πολλαὶ τέχναι ἐκ τῶν ἐ. ηὑρημέναι Pl.Grg. 448c.
German (Pape)
[Seite 811] ἡ, Erfahrung; γεραιτέρων Xen. Lac. 5, 5; Eur. Phoen. 529 u. A.; Kenntniß, die sich auf Erfahrung gründet, bes. im Ggstz der Theorie u. wissenschaftlichen Einsicht, z. B. von der Redekunst, οὐκ ἔστι τέχνη, ἀλλ' ἐμπειρία καὶ τριβή Plat. Gorg. 463 b; vgl. Phaedr. 270 b; ἐπιστήμῃ, οὐκ ἐμπειρίᾳ οἰκείᾳ κεχρημένον Rep. III, 409 b, wie IV, 422 c; ἡ περὶ τὰ τοιαῦτ' ἐμπ. καὶ σκέψις γεγονυῖά μοι Legg. XII, 968 b; auch vom Arzt, τῶν ταῖς ἐμπειρίαις ἄνευ λόγου (empirisch, nicht rationell) τὴν ἰατρικὴν μεταχειριζόντων IX, 857 c; ἡ ἐκ πολλοῦ ἐμπ., im Ggstz von ἡ δι' ὀλίγου μελέτη, Thuc. 2, 85; Pol. setzt μεθοδικὴ ἐμπ. der ἀπειρία καὶ ἄλογος τριβή entgegen, 1, 84, 6; so auch bei Anderen »Kenntniß«, im plur. Isocr. 3, 18; ἔκ τινος γενόμεναι 4, 174; τῶν πραγμάτων, τοῦ πολεμεῖν, Antiph. 5, 1 Dem. 1, 28; ἡγεμονική, des Feldherrn, Pol. 10, 22, 4; ναυτική Plut. Pericl. 11; ἡ διὰ τόξων ἐμπ. Hdn. 4, 10, 7.