ἄγνος
ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates
English (LSJ)
ἡ, Att. ὁ,
A = λύγος, chaste-tree, the branches of which were strewed by matrons on their beds at the Thesmophoria, Vitex Agnus-castus, h.Merc.410, Chionid.2, cf. Trag.Adesp.396, Pl.Phdr. 230b, Hp.Int.30, Arist.H A627a9, Nic.Th.71, Dsc.1.103. (Associated with the notion of chastity from the like ness of its name to ἁγνός.) II ἄγνος, ὁ, name of a fish, = καλλιώνυμος Diph.Siph. ap.Ath.8.356a (sine acc. cod., ἁγνός Kaib.). III a kind of bird, Sch.Pl.Phdr.l.c., Suid.
German (Pape)
[Seite 18] ὁ, auch ἡ, z. B. bei EM. 595, 33, nach Suid. = λύγος, Keuschlamm, weidenartiger Strauch, bei Plat. Phaedr. 230 b, hoch und schattig (nach Diosc. διὰ τὸ τὰς ἐν τοῖς Θεσμοφορίοις ἁγνευούσας γυναῖκας εἰς ὑπόστρωμα χρῆσθαι αὐτῇ, vgl. Schol. Nic. Fher. 71; andere, denen Lobeck Parerg. p. 346 beistimmt, für ἄγονος, παρὰ τὸ τοὺς ἐσθίοντας ἀγόνους τηρεῖν, vgl. Schol. Il. 11, 105; wahrscheinlich von ἄγνυμι). Vgl. Mein. II, p.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγνος: ἡ, Ἀττ. ὁ (Heind. Πλάτ. Φαῖδρ. 230Β), = λύγος, φυτὸν ὁμοιάζον τὴν ἰτέαν, οὗ τοὺς κλάδους αἱ ἐν τοῖς θεσμοφορίοις ἁγνεύουσαι γυναῖκες μετεχειρίζοντο ὡς ὑπόστρωμα, Διοσκ. Α ρλδ΄, vitex agnus castus (καὶ νῦν ἔτι καλεῖται ἀγνειὰ ἢ λυγειά, J. Sibthorp «Florae Graecae», τόμ. 1, σ. 401), Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 410. Χιωνίδ. ἐν «Ἥρωσι», 2, ἔνθα ἴδε Meineke· πρβλ. Ἀριστ. 1. 2. 9. 40, 49. (Ἐσχετίσθη πρὸς τὴν ἁγνείαν ἕνεκα τῆς ὁμοιότητος τοῦ ὀνόματος πρὸς τὸ ἐπίθ. ἁγνός, ή, όν). ΙΙ. ἄγνος, ὁ, ὄνομα ἰχθύος, Ἀθήν. 356Α. ΙΙΙ. εἶδος πτηνοῦ, Σουΐδ.