ὀνοματοθεσία
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
English (LSJ)
ἡ,
A the giving a name, nomenclature, Eust.39.23.
German (Pape)
[Seite 349] ἡ, das Beilegen eines Namens, die Benennung, Eust., vgl. Lob. Phryn. 668.
Greek Monolingual
ὀνοματοθέσια, τὰ (Μ) ονοματοθέτης
εορτασμός της ημέρας κατά την οποία κάποιος πήρε το όνομά του, τα ονομαστήρια τών παιδιών.