σκῆνος

From LSJ
Revision as of 09:45, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῆνος Medium diacritics: σκῆνος Low diacritics: σκήνος Capitals: ΣΚΗΝΟΣ
Transliteration A: skē̂nos Transliteration B: skēnos Transliteration C: skinos Beta Code: skh=nos

English (LSJ)

Dor. σκᾶνος, εος, τό,= σκηνή,

   A hut, tent, CIG3071 (Teos).    II the body (as the tabernacle of the soul), Hp.Cord.7, Anat.1, Democr.37,187,223, al., Pl.Ax.366a, Ti.Locr.100a,101c, 101e, 2 Ep.Cor.5.1; σ. [μελίσσης] AP9.404 (Antiphil.).    2 dead body, corpse, IG3.1330, 12(5).591 (Ceos), CIG3123 (Teos), etc.; of an animal, μόσχου, ταύρων, Nic.Al.447, Th.742 (pl.).

German (Pape)

[Seite 895] τό, Zelt, Hütte, jeder bedeckte, beschattende od. bedeckende Ort. – Bei den Doriern, bes. bei den Pythagoreern ist σκῆνος der Leib als Behausung, Hülle der Seele, Tim. Locr. 100 a ff., u. öfter, u. Sp., wie Nic. Th. 742 Ael. H. A. 5, 3. 12, 17; sogar σκῆνος μελίσσης, Antiphil. 29 (IX, 404).

Greek (Liddell-Scott)

σκῆνος: Δωρικ. σκᾶνος, εως, τό, ὡς τὸ σκηνή, καλύβη, σκηνή, κτλ., Συλλ. Ἐπιγρ. 3071. ΙΙ. τὸ σῶμα (ὡς κατοικητήριον τῆς ψυχῆς), Ἱππ. 269. 22., 916Α, Δημόκρ. παρὰ Στοβ. 133, 40, Πλάτ. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 703, Τίμ. Λοκρ. 100Α, 101C, Ε, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ε΄, 1· σκ. μελίσσης Ἀνθ. Π. 9. 404. 2) νεκρὸν σῶμα, πτῶμα, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 97, 226, 422, κ. ἀλλ.· ἔτι καὶ ἐπὶ ζῴου, σκ. μόσχου Νικ. Ἀλεξιφ. 447, πρβλ. Θηρ. 742· πρβλ. σκεῦος ΙΙ.