ἔλλειψις
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
English (LSJ)
εως, ἡ,
A falling short, defect, opp. ὑπερβολή, Democr. 102, Pl.Prt.356a; opp. ὑπεροχή, Arist.Ph.187a17, Metaph.1042b25; ὑπερβολὴ καὶ ἔ. καὶ τὸ μέσον Id.EN1106b17. 2 the conic section ellipse, Apollon.Perg.Con.1.13 (so called because the square on the ordinate is equal to a rectangle with height equal to the abscissa and applied to the parameter, but falling short of it). 3 ἐν ἐλλείψεσιν ἐνυπάρχειν to be present in deficiency, of the negative terms in an algebraical expression, Dioph.1Praef.p.14 T. 4 Gramm., ellipse, Ath. 14.644a, A.D.Synt.117.19; omission of a letter, Id.Pron.56.28. 5 = ἔκλειψις, Olymp.in Mete.67.37 (s.v.l.). 6 Pythag.name for two, Theol.Ar.10.
German (Pape)
[Seite 800] ἡ, das Zurücklassen, Unterlassen, Auslassen, bes. Schol. u. Gramm. vom Auslassen eines Wortes, Ellipse; – der Mangel, im Ggstz von ὑπερβολή u. ὑπεροχή, Plat. Prot. 356 a Polit. 283 c; Arist. Eth. 2, 6 u. öfter; überall ein hinter dem erforderlichen Maaße Zurückbleiben.
Greek (Liddell-Scott)
ἔλλειψις: -εως, ἡ, παράλειψις, ἔλλειψις, ἐν τῇ γραμματικῇ, Ἀθήν. 644Α· ἴδε Βοσίου (Βος) Ellipses Graecae, ἔκδ. Schäf., Herm. Vig. append. ΙΙ. (ἐκ τοῦ ἀμεταβ.) ἔλλειψις, τὸ νὰ μὴ φθάνῃ τι, νὰ μὴ ἀρκῇ, ἀντίθετον τῷ ὑπερβολή, Πλάτ. Πρωτ. 356Α· ἀντίθετον τῷ ὑπεροχή, Ἀριστ. Φυσ. 1. 4, 1, Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 2, 18, κ. ἀλλ. 2) κωνικὴ τομή, Ἀπολλώνιος Περγ. Κωνικ. 1. 13, καλεῖται οὕτως ἴσως διότι εἶναι κύκλος ἐλλιπής, ἴδε Εὐτόκιον εἰς Ἀπολλώνιον.