ὑποποιέω

From LSJ
Revision as of 11:20, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποποιέω Medium diacritics: ὑποποιέω Low diacritics: υποποιέω Capitals: ΥΠΟΠΟΙΕΩ
Transliteration A: hypopoiéō Transliteration B: hypopoieō Transliteration C: ypopoieo Beta Code: u(popoie/w

English (LSJ)

   A put under, assign to, Διόνυσον τοῖς Ἑβραίων ἀπορρήτοις Plu.2.671c:—Med., subject to oneself, Luc.Tox.13.    2 produce gradually, μύξαν Hp.Art.40; ζῆλον καὶ συνήθειαν Plu.Per.5.    3 Med., gain by underhand tricks, win by intrigue, win over, [τοὺς Λακεδαιμονίους] D.19.76, cf. Arist.Pol.1303b24, PSI5.452.12 (iv A. D.); [τοῖς χρήμασιν] ὑ. τινὰς ἐπί τινα Philostr.Her.10.6.    II Med., assume, affect, put on, τὴν τοῦ Κάτωνος παρρησίαν Plu.Caes. 41, cf. Alex.5.

German (Pape)

[Seite 1229] 1) daruntermachen, darunter- od. einschieben, nachmachen, erkünsteln, Sp. – Med. sich aneignen, anmaßen, durch List und Ränke zu gewinnen suchen; ἵνα μὴ δι' ὑμῶν αὐτοὺς οἱ Φωκεῖς ὑποποιήσωνται Dem. 19, 76; Arist. pol. 5, 4 u. Sp.; auch erheucheln, τὴν τοῦ Κάτωνος παῤῥησίαν Plut. Caes. 41, vgl. Alex. 5. – 2) etwas heimlich od. allmälig thun, bewirken, verursachen, τινὰ λεληθότως ζῆλον Plut. Pericl. 9.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποποιέω: ὑποβάλλω, ποιῶ τι ὑποκάτω ἑτέρου, ὑποτάσσω, Λατ. subjicere, τί τινι Πλούτ. 2. 671C. - Μέσ., ὑποτάσσω εἰς ἐμαυτόν, Λουκ. Τόξαρ. 13. 2) παράγω, προξενῶ κατὰ μικρόν, τι Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 805· «ὡς τῆς προσποιήσεως αὐτῆς τῶν καλῶν ὑποποιούσης τινὰ λεληθότως ζῆλον καὶ συνήθειαν» Πλουτ. Περικλ. 5. 3) ἐν τῷ μέσ., κερδαίνω διὰ δολίων μέσων, ἑλκύω πρὸς τὸ μέρος μου διὰ τεχνασμάτων, τινα Δημ. 365. 11, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 4, 2 ὑπ. τοῖς χρήμασιν ἐπί τινα Φιλόστρ. 712. ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἀναλαμβάνω, προσποιοῦμαι, Λατ. simulare, τὴν τοῦ Κάτωνος παρρησίαν Πλουτ. Καῖσ. 41, πρβλ. Ἀλέξ. 5.