ἐλάτη
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ,
A silver fir, Abies cephalonica, ὑψηλή Il.5.560; περιμήκετος κετος 14.287; οὐρανομήκης Od.5.239, cf. Thphr.HP3.9.6, etc.; also, Abies pectinata, ib.5.8.3. II oar, as made of pine-wood, λεύκαινον ὕδωρ ξεστῇς ἐλάτῃσιν Od.12.172, cf. Il.7.5; later, ship or boat, E.Ph.208 (lyr.), Alc.444 (lyr.). III the spathe of the date inflorescence, Dsc.1.109.4 (but, = βόρασσος (q.v.), ib.5), cf. Epich.160, Gal.12.151. IV sea-weed supposed to resemble the fir, Cystoseira Abies-marina, Thphr.HP4.6.2.
German (Pape)
[Seite 790] ἡ (nach den Alten schon von ἐλᾶν, ἐς ὕψος ἀνατετάσθαι, also die hoch aufschießende), Fichte, Rothtanne, pinus abies; οὐρανομήκης Od. 5, 239; öfter ὑψηλή, wie bei den Folgdn; von πεύκη unterschieden, Plat. Legg. VI, 735 c. – Uebertr., das Ruder, aus Tannenholz; ξεσταί Od. 12, 172 u. öfter; Eur. Alc. 444 δίκωπος, Kahn, u. öfter bei ihm von Schiffen. – Nach Hesych. u. Epicharm. bei Ath. II, 70 f eine Gemüseart; auch, nach Diosc., der junge Trieb der Palme.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλάτη: ᾰ, ἡ, κοινῶς ὁ «ἔλατος», Λατ. pinus picea, περιγραφομένη ὡς ὑψηλὴ Ἰλ. Ε. 560·Ϗ περιμήκετος Ξ. 286˙ οὐρανομήκης Ὀδ. Ε. 239˙ χρησιμεύουσα ὡς ἱστὸς (ἴδε ἐλάτινος): - διακρινομένη ὑπὸ Θεοφρ. εἰς δύο εἴδη, ἐλ. ἄρρην καὶ θήλεια, ἴσως ἡ τῶν βοτανολόγων, pinus abies καὶ p. picea, π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 6˙ ἀλλ’ ὅρα Daubeny «Δένδρα τῶν Ἀρχαίων» σ. 26 κἑξ. ΙΙ. κώπη, ὡς κατασκευασθεῖσα ἐξ ἐλάτης, λεύκαινον ὕδωρ ξεστῇς ἐλάτῃσιν Ὀδ. Μ. 172, πρβλ. Ἰλ. Η. 5˙ μεταγεν. ὡσαύτως, πλοῖον ἢ λέμβος, ὡς το Λατ. abies, Εὐρ. Φοίν. 208, Ἄλκ. 444. ΙΙΙ. περικάλυμμα τοῦ καρποῦ τῶν φοινίκων εἰσέτι ἀνθούντων, ὃ καὶ σπάθην καλοῦσι, Διοσκ. 1. 150˙ πρβλ. Ἐπίχ. 112 Ahr. (Ἴσως «παρὰ τὸ ἐλᾶν, ὅ ἐστιν ἐς ὕψος ἀνατετάσθαι» Εὐστ.).