διαχειρίζω
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
English (LSJ)
A have in hand, conduct, manage, χρήματα, πράγματα, And.1.147, 2.17, cf. Lys.9.12, Pl.Grg.526b, etc.; αἱ ἀρχαὶ δ. πολλὰ τῶν κοινῶν Arist.Pol.1322b8; χρήματα OGI218.74 (Ilium, iii B.C.), etc.:—so in Med., fut. part. -ιούμενος H.Mul.2.111, etc.:— Pass., X.An.1.9.17. II Med., lay hands on, slay, Plb.8.21.8, Act.Ap.5.30, Plu.2.220b, D.C.72.14.
German (Pape)
[Seite 613] 1) unter den Händen haben, behandeln, verwalten; Plat. Gorg. 526 b; χρήματα, Andoc. 1, 147; πράγματα, 2, 17; τὴν οὐσίαν, Is. 4, 20; Dem. 27, 6; Aesch. 1, 102; ὑπέρ τινος, Lys. 9, 12; auch im med., Hippocr.; πάθη, leiten, Plut. Pericl. 15. – 2) im med., Hand an Einen legen, ihn ermorden, Pol. 8, 23, 8 u. öfter Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διαχειρίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ· -ἔχω ἀνὰ χεῖρας, κυβερνῶ, διευθύνω, πράγματα, χρήματα, Ἀνδοκ. 21. 43., 19. 13, πρβλ. Λυσ. 115. 16., 156. 13· αἱ ἀρχαὶ δ. πολλὰ τῶν κοινῶν Ἀριστ. Πολ. 6. 8, 16· -οὕτως ἐν τῷ μέσ., Ἱππ. 638. 42, κτλ. -Παθ., Ξεν. Ἀν. 1. 9, 17. ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. ὡσαύτως, ἐπιβάλλω χεῖρας ἐπί τινα, φονεύω, Πολύβ. 8. 23, 8, Πλούτ. 2. 220B.