παρασείω

From LSJ
Revision as of 11:20, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρασείω Medium diacritics: παρασείω Low diacritics: παρασείω Capitals: ΠΑΡΑΣΕΙΩ
Transliteration A: paraseíō Transliteration B: paraseiō Transliteration C: paraseio Beta Code: parasei/w

English (LSJ)

   A shake at the side, τὰς χεῖρας swing one's arms in running, οἱ θέοντες θᾶττον θέουσι παρασείοντες τὰς χεῖρας Arist.IA705a17 : without χεῖρας, φεύγειν παρασείσας Id.EN1123b31 ; ὁ δὲ θᾶττον θεῖ παρασείων ἢ μὴ π. Id.Pr.881b6, cf. Thphr.Char.3.6 ; τοὺς δὲ ἄλλους παρασεσεικέναι hurried to the spot, prob. in UPZ119.30 (ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 497] (s. σείω), nebenher, daneben, an der Seite schütteln, τὰς χεῖρας, mit den Armen schlenkern, rudern, οἱ θέοντες θᾶττον θέουσι παρασείοντες τὰς χεῖρας, Arist. de inc. anim. 3; auch φεύγει παρασείσας, sc. χεῖρας, Theophr. char. 4; vgl. noch Machon bei Ath. VI, 243 f.

Greek (Liddell-Scott)

παρασείω: σείω παραπλεύρως, τὰς χεῖρας, κινῶ τὰς χεῖρας τρέχων, οἱ θέοντες θᾶττον θέουσι παρασείοντες τὰς χεῖρας Ἀριστ. π. Πορ. 3,4· ἀκολούθως ἄνευ τοῦ χεῖρας, φεύγειν παρασείσας, ὡς τὸ demissis manibus fugere παρὰ Πλαύτῳ, ὅ ἐστι celerrime, οὐδαμῶς τ’ ἂν ἁρμόζοι μεγαλοψύχῳ φεύγειν παρασείσαντι Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 3, 15, πρβλ. Θεοφρ. Χαρακτ. 4, καὶ Casaub. ἐν τόπῳ· πρβλ. παράσεισμα.