φρυαγμοσέμνακος
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
ον,
A wanton and haughty, ἔχων τρόπους φ., coined to describe Bdelycleon in Ar.V.135.
German (Pape)
[Seite 1310] unbändig stolz, kom. Wort von einem Menschen, der mit unbändigem Uebermuthe den Schein der Gravität verbindet, τρόπος, Ar. Vesp. 135; alte f. L. ist ὀφρυαγμοσέμνακος.
Greek (Liddell-Scott)
φρυαγμοσέμνᾰκος: -ον, γαῦρος καὶ ἀλαζὼν ἢ ἀλαζὼν καὶ σοβαρός, ἔχων τρόπους φρ., λέξις χαλκευθεῖσα πρὸς περιγραφὴν Βδελυκλέωνος ἐν Ἀριστοφ. Σφ. 135· πρβλ. φρύαγμα ΙΙ.