μοτοφύλαξ
From LSJ
τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανερά → what woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, = foreg. 1, Leonid. ap. Aët.15.5, Heliod. ap. Orib.44.11.11.
German (Pape)
[Seite 210] ακος, ὁ, eine Art Compresse zum Halten der Charpie, Paul. Aeg.
Greek (Liddell-Scott)
μοτοφύλαξ: -ακος, ὁ, ἐπίδεσμος χρησιμεύων ὅπως τηρῇ τὸν μοτὸν εἰς τὴν θέσιν του, Ὀρειβάσ. 7 Mai· - ὡσαύτως, μοτοφυλάκιον φάρμακον Παῦλ. Αἰγ. 6. 62.