μοτοφύλαξ

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοτοφῠ́λᾰξ Medium diacritics: μοτοφύλαξ Low diacritics: μοτοφύλαξ Capitals: ΜΟΤΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: motophýlax Transliteration B: motophylax Transliteration C: motofylaks Beta Code: motofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ, = μοτοφυλάκιον 1, bandage for keeping lint in place, Leonid. ap. Aët.15.5, Heliod. ap. Orib.44.11.11.

German (Pape)

[Seite 210] ακος, ὁ, eine Art Compresse zum Halten der Charpie, Paul. Aeg.

Greek (Liddell-Scott)

μοτοφύλαξ: -ακος, ὁ, ἐπίδεσμος χρησιμεύων ὅπως τηρῇ τὸν μοτὸν εἰς τὴν θέσιν του, Ὀρειβάσ. 7 Mai· - ὡσαύτως, μοτοφυλάκιον φάρμακον Παῦλ. Αἰγ. 6. 62.

Greek Monolingual

μοτοφύλαξ, ὁ (Α)
μοτοφυλάκιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοτός + φύλαξ.