ἐπημοιβός
κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → death is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery
English (LSJ)
όν, late ή, όν Opp.H.5.135:—
A crossing, ὀχῆες ἐ. (unless = shifting to and fro) Il.12.456; τελαμῶνες ἐ. cross-belts, Opp.C. 1.98. 2 alternating, serving for change, χιτῶνες ἐ. Od.14.513; ἀστέρες Arat.190; πρηδόνες Nic.Th.365.
German (Pape)
[Seite 920] abwechselnd; ὀχῆες, zwei Riegel, die in entgegengesetzter Richtung über over in einander geschoben werden, Il. 12, 456; χιτῶνες, Kleider zum Wechseln; sp. D., wie Opp. C. 1, 98 Nic. Th. 365; auch im fem., ἐπημοιβαῖς προβολῇσιν, wenn die Lesart richtig ist, Opp. H. 5, 135.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπημοιβός: -όν, μεταγεν. ή, όν, ὡς ἐν Ὀππ. Ἁλ. 5. 135 (ἀμείβω): - ἐπάλληλος, Λατ. alternus, δοιοὶ δ’ ἔντοσθεν ὀχῆες εἶχον ἐπημοιβοί, «ἀλλήλοις ἐπικείμενοι. εἷς ἐφ’ ἕνα» (Σχολ.) (ἴδε ἐν λ. κλεὶς Ι), Ἰλ. Μ. 456· τελαμῶνες ἐπ., σταυροειδῶς συναντώμενοι, Ὀππ. Κυν. 1. 98. 2) ἐπὶ χιτῶνος, ὁ περιττεύων, ὁ χρησιμεύων πρὸς ἀλλαγήν, οὐ γὰρ πολλαὶ χλαῖναι, ἐπημοιβοί τε χιτῶνες ἐνθάδε ἕννυσθαι Ὀδ. Ξ. 513, πρβλ. Ἄρατ. 190, Νικ. Θ. 365.