Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
Full diacritics: προώδων | Medium diacritics: προώδων | Low diacritics: προώδων | Capitals: ΠΡΟΩΔΩΝ |
Transliteration A: proṓdōn | Transliteration B: proōdōn | Transliteration C: proodon | Beta Code: prow/dwn |
= προόδους (q.v.), Phryn.PSp.101 B.
[Seite 801] = προόδους; Phryn. in B. A. 58 erklärt ἡ προέχουσα εἰς τὸ ἔξω μέρος τοὺς ὀδόντας.
προώδων: «ὁ τοὺς ὀδόντας ἐξωτέρω ἔχων τοῦ δέοντος» Εὐστ. 1872. 33, Φώτ., Α. Β. 58. 21, πρβλ. προόδους.