χηλαργός

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χηλαργός Medium diacritics: χηλαργός Low diacritics: χηλαργός Capitals: ΧΗΛΑΡΓΟΣ
Transliteration A: chēlargós Transliteration B: chēlargos Transliteration C: chilargos Beta Code: xhlargo/s

English (LSJ)

Dor. χᾱλ-, όν, (χηλή)

   A with fleet hoofs, χ. ἅμιλλαι the racing of fleet horses, S.El.861 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1352] dor. χαλαργός, hufschnell, mit schnellen Hufen od. Füßen, χαλαργοὶ ἅμιλλαι, das Wettrennen der Pferde, Soph. El. 850.

Greek Monolingual

-όν, και χήλαργος, -ον, και δωρ. τ. χαλαργός -όν και χάλαργος, -ον, Α
1. (για ίππο) αυτός που έχει γρήγορες οπλές, γοργά πόδια, γοργοπόδαρος («ἦ καὶ χαλάργοις ἐν ἁμίλλαις οὕτως», Σοφ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «χαλαργούς
τὰ ἄκρα τῶν ποδῶν τῶν ὀνύχων, οἷον ποδαργούς, ἤ ταχύποδας».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χηλή /χαλά «οπλή» + ἀργός (Ι) «ταχύς, λευκός, στιλπνός»].