νεκρόω
English (LSJ)
A make dead, mortify, μόριόν τι Gal.11.265:—Pass., νενεκρῶσθαι τὸ μόριον Id.18(1).156: metaph., τὰ δόγματα . . δύναται νεκρωθῆναι M.Ant.7.2; οὐ ψυχὴ κυρίως, ἀλλὰ νενεκρωμένη τις Simp.in Ph. 1066.27; to be dead, νεκρωθείς IG14.1976; νενεκρωμένος, of the body of Abraham, Ep.Rom.4.19. II metaph., mortify, νεκρώσατε τὰ μέλη Ep.Col.3.5.
German (Pape)
[Seite 238] todt machen, tödten; ἔστησε τὴν ἕξιν ἐκπαγεῖσαν καὶ νεκρωθεῖσαν, Plut. prim. frigid. 21; νεκρωθείς, Ep. ad. 724 (App. 313); oft im N. T.; auch übertr., abstumpfen, unbrauchbar machen.
Greek (Liddell-Scott)
νεκρόω: νεκρώνω, κάμνω τινὰ νεκρόν, Συλλ. Ἐπιγρ. 8792, 9539. - Παθ., νεκρώνομαι, γίνομαι νεκρός, νεκρωθεὶς Ἀνθ. Π. παράρτ. 313. 5· νενεκρωμένος Ἐπιστ. π. Ρωμ. δ΄, 19. ΙΙ. ἀπονεκρώνω, νεκρώσατε τὰ μέλη ὑμῶν Ἐπιστ. π. Κολοσ. γ΄, 5· ν. ἑαυτὸν τῶν πραγμάτων Ἐφρ. Σύρ. 5. 225F· νεκρωθῆναι τῷ κόσμῳ αὐτόθι 549C.