λάτρις

From LSJ
Revision as of 09:26, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

Λόγοις δ᾽ ἐγὼ φιλοῦσαν οὐ στέργω φίλην → I do not care for the friend who loves in word alone

Sophocles, Antigone, 543
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάτρις Medium diacritics: λάτρις Low diacritics: λάτρις Capitals: ΛΑΤΡΙΣ
Transliteration A: látris Transliteration B: latris Transliteration C: latris Beta Code: la/tris

English (LSJ)

ιος, ὁ and ἡ,

   A hired servant, and in fem. handmaid, Thgn.302, 486, S.Tr.70, E.Supp.639, Supp.Epigr. 1.405B1 (Samos, iii A.D.); Ἑρμῆν . . δαιμόνων λάτριν E.Ion4; ἡμιγύναικα θεῆς λάτριν ὃς . . [Simon.] 179.9; of slaves, E.IA868 (troch.): fem., Id.Hec.609; ἡ θεῶν λ. handmaid of the gods, Id.HF823; τὴν Ἀπόλλωνος λ., of Cassandra, Id.Tr.450 (troch.), cf. Phld.Piet.91: metaph., μίτου πολυδινέα λ., of the spindle, AP6.39 (Arch.); Φοίβου λ., of the raven, ib.9.272 (Bianor).

German (Pape)

[Seite 18] ιος, ὁ, nach B. A. 1095 thessalisch für δοῦλος, vgl. Ath. VI, 264 c; der Diener für Sold, Arbeiter um Lohn, Taglöhner, λάτρισι καὶ δμωσίν, Theogn. 302. 486; übh. Diener, Διὸς λάτρις nennt sich Hermes, Eur. Ion 4, vgl. Suppl. 661, öfter, wie sp. D., z. B. Lycophr. 1420; Φοίβου λάτρις heißt der Rabe, Bian. 4 (IX, 272). – Auch ἡ λάτρις, die Dienerinn, Eur. Herc. f. 823; Rufin. 1 (V, 18).

Greek (Liddell-Scott)

λάτρις: -ιος, ὁ καὶ ἡ, μισθωτὸς ἐργάτης, ὑπηρέτης καὶ ἐν τῷ θηλ. τύπῳ, ὑπηρέτρια, θεράπαινα, Θέογν. 302, 486, Σοφ. Τρ. 70, Εὐρ. Ἱκέτ. 639· Ἑρμῆν... δαίμονα λάτριν ὁ αὐτ. Ἴων 4· ἡμιγύναικα θεῆς λάτριν... ὅς... Σιμων. (;) 179· ὡσαύτως ἐπὶ δούλων, Εὐρ. Ι Α. 868, πρβλ. 858· ― τὸ θηλ., ὁ αὐτ. εἰς Ἑκ. 609· ἡ θεῶν λ., θεράπαινα, ὁ αὐτ. εἰς Ἡρ. Μαιν. 823 τὴν Ἀπόλλωνος λ., ἐπὶ τῆς Κασσάνδρας, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 450, ἴδε κατωτ. καὶ πρβλ. λατρεία· ― μεταφ., σίτου πολυδινέα λ., ἐπὶ τοῦ ἀτράκτου, Ἀνθ. Π. 6. 39· Φοίβου λ., ἐπὶ τοῦ κόρακος, αὐτόθι 9. 272· ― ἐν τῷ πληθ., λάτρεις Ἀθήν. 267C, καὶ «λάτριες· δοῦλοι» παρ’ Ἡσυχ. (Ἐντεῦθεν πιθ. τὰ Λατ. latro, latrocinari, Fest.).