παραυτίκα

From LSJ
Revision as of 10:02, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραυτίκᾰ Medium diacritics: παραυτίκα Low diacritics: παραυτίκα Capitals: ΠΑΡΑΥΤΙΚΑ
Transliteration A: parautíka Transliteration B: parautika Transliteration C: paraftika Beta Code: parauti/ka

English (LSJ)

Adv.

   A = πάραυτα, A.Supp.767, Hdt.2.89, 6.35, etc. ; ἢ καὶ π. ἢ χρόνῳ E.Fr.273 ; τὸ π. Hdt.1.19, 7.137, Ar.V.833, etc. ; ἐκ τοῦ π. Plu.Cor.20 ; ἐν τῷ π. Th.2.11, Pl.Phdr. 240b, etc.    2 with Substs., Ἅιδην τὸν π. ἐκφυγεῖν present death, E.Alc. 13 ; ἡ π. λαμπρότης momentary splendour, Th. 2.64 ; ἡ π. ἐλπίς Id.8.82 ; αἱ π. ἡδοναί X. Cyr.1.5.9, 8.1.32 ; τὸ π. ἡδύ Pl.Phdr.239a.

German (Pape)

[Seite 505] adv., = Vorigem; Aesch. Suppl. 748; Ἅιδην τὸν παραυτίκα ἐκφυγεῖν, Eur. Alc. 12; τὸ παρ., Her. 1, 19. 7, 137; εἰ δέ τις τὸ παρ. μὴ ἐθέλοι συμμαχεῖν, Thuc. 2, 64; τὴν παρ. ἐλπίδα τῆς σωτηρίας, 8, 82; ἐν τῷ παραυτίκα, für den Augenblick, momentan, Plat. Phaedr. 240 b; στέρεσθαι τοῦ παραυτίκαδέος, 239 a, vgl. Heind. zu Prot. §. 106; bes. von dem Vergnügen, das man auf der Stelle leicht genießen kann, das aber eben so schnell vergeht, vgl. Xen. Cyr. 1, 5, 9. 8, 1, 32, ὁ ὑπὸ τῶν παρ. ἡδονῶν ἑλκόμενος, im Ggstz von ὁ προπονεῖν ἐθέλων τῶν εὐφροσυνῶν; auch Dem. ἡ παρ. ἡδονή, 6, 27, wo entgeggstzt ist τό ποθ' ὕστερον συνοίσειν μέλλον, vgl. 3, 22; ἡ παρ. ἡσυχία, 17, 13; Isocr. 1, 17; λέγειν ἐκ τοῦ παραυτίκα, aus dem Stegereif, Alcid. de soph. p. 674, 31 u. öfter; Pol. 4, 32, 1; παρ. μὲν εὐθέως συνέβη, 35, 1, 13; Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

παραυτίκᾰ: Ἐπίρρ., παρευθύς, Λατ. illico, (πρβλ. τὸ προηγ.), Ἡρόδ. 2. 89., 6. 35, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 767, κλ.· ἢ καὶ π. ἢ χρόνῳ Εὐρ. Ἀποσπ. 275· ὡσαύτως, τὸ π. Ἡρόδ. 1. 19., 7. 137, κτλ.· ὁμοίως, ἐκ τοῦ π. Πλουτ. Κοριολ. 20· ἐν τῷ π. Θουκ. 2. 11, Πλάτ. Φαῖδρ. 240Β, κτλ. 2) μετὰ οὐσιαστικῶν πρὸς δήλωσιν βραχείας διαρκείας, Ἄιδην τὸν π. ἐκφυγεῖν, τὸν παρόντα, τὸν ἀμέσως ἐπικείμενον θάνατον, Εὐρ. Ἄλκ. 13· ἡ π. λαμπρότης, στιγμιαία, ὀλιγοχρόνιος, Θουκ. 2. 64· ἡ π. ἐλπὶς ὁ αὐτ. 8. 82· αἱ π. ἡδοναὶ Ξενοφ. Κύρ. 1. 5, 9., 8. 1, 32· τὸ π. ἡδὺ Πλάτ. Φαῖδρ. 239Α.