νέκυς

From LSJ
Revision as of 09:37, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νέκυς Medium diacritics: νέκυς Low diacritics: νέκυς Capitals: ΝΕΚΥΣ
Transliteration A: nékys Transliteration B: nekys Transliteration C: nekys Beta Code: ne/kus

English (LSJ)

(Lacon. νέκυρ Hsch.), ῠος, ὁ, poet. dat.

   A νέκυϊ Il.16.526, etc.; Ep. dat. pl. νεκύεσσι Od.11.491, νέκυσσι ib.569, 22.401, 23.45; acc. pl. νέκῡς Il.7.420, 18.180, Od.24.417, E.Fr.176.4; also νέκυας Il.7.418, al.:—corpse, freq. in Il., less freq. in Od.; in Il.4.492,493, νέκυς and νεκρός are used of the same dead person; ν. ἀνδρός Hdt.1.140, cf. 3.16, 24, S.Ant.26, E.Or.1585; ν. τεθνηώς, κατατεθνηώς, Il. 18.173, 16.526; νέκυες κατατεθνηῶτες, κτάμενοι, καταφθίμενοι, Od.10.530, 23.45, 11.491; ἀνδρὸς Πέρσεω ὁ ν. Hdt.1.140, cf.3.16; ὁ κατθανὼν ν. S.Ant.515; dead person, νεκύων σώματα E.Supp.62 (lyr.).    2 in pl., spirits of the dead, freq. in Od.11, less freq. in Il.; νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα Od.11.29, cf.Il.15.251; πεδ' ἀμαύρων ν. Sapph.68.    II as Adj. dead, post-Hom., ἐχθρὸν ὧδ' αἰδῇ νέκυν; S.Aj.1356; κίχλαι αἱ νέκυες AP11.96 (Nicarch.); cf. however Il.24.35,423.—Poet. word, used also by Hdt., in IG22.1672.119 (iv B.C.), in Cretan, Kohler-Ziebarth Stadtrecht von Gortyn p.35, and in late Prose, Plu.Crass.19, Hdn.4.8.5. [ῡ of nom. and acc. sg. in Hom., Il.4.492, 22.386, etc.; ῠ Simon.114.5, E.Supp.70 (lyr.), Or.1585, and in later Poets, A.R. 4.480, Bion 1.71, AP7.1 (Alc. Mess.).] (Cf. Avest. nasu- 'corpse', Skt. náśyati 'perish', 'disappear', Lat. necare.)

German (Pape)

[Seite 238] υος, ὁ, = νεκρός (vgl. neco), der Leichnam; von Menschen, oft bei Hom., νέκυν ἐρύοντο, Il. 17, 277, ἐκ νέκυος δολιχόσκιον ἔγχος ἐσπάσατο, 13, 509, u. sonst; auch ἀμυνόμενοι νέκυος πέρι τεθνηῶτος, 18, 173, wie ἀμφὶ νέκυι κατατεθνηῶτι μάχεσθαι, 16, 565. – Der Todtein der Unterwelt, νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα, Od. 11 oft, δύσομαι εἰς Ἀΐδαο καὶ ἐν νεκύεσσι φαείνω, 12, 383, sagt Helios; auch πᾶσιν νεκύεσσι καταφθιμένοισιν ἀνάσσειν, 11, 491; νέκυσσιν steht 11, 569. 22, 401. 23, 45, acc. plur. νέκυς 24, 417; Soph. Ai. 1356; Eur. u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 857; αἱ νέκυες, Nicarch. 36 (XI, 96). – Auch Her. 1, 140. 3, 16 u. in sp. Prosa, wie Hdn. 4, 8, 12. – [Υ ursprünglich im nom. u. acc. sing. lang, bei alexandrinischen Dichtern kurz.]

Greek (Liddell-Scott)

νέκυς: -υος, ὁ, ποιητ. δοτ. νέκυι Ἰλ. Π. 526, κτλ.· Ἐπικ. δοτ. πληθ. νεκύεσι Ὅμ., νέκυσσι ἐν Ὀδ. Λ. 569, Χ. 401, Ψ. 45· αἰτ. πληθ. νέκυας, συνῃρ. νέκῡς Ω. 417, Εὐρ. Ἀποσπ. 176· ― συνώνυμον τῷ κοινῷ τύπῳ νεκρός, σῶμα νεκρόν, κυρίως ἀνθρώπου, συχν. ἐν Ἰλ., σπανιώτερον δὲ ἐν Ὀδ.· ἐν Ἰλ. Δ. 492, 3, νέκυς καὶ νεκρὸς κεῖνται ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ νεκροῦ ἀνθρώπου· ν. ἀνδρὸς Ἡρόδ. 1. 140, πρβλ. 3. 16, 24, Σοφ. Ἀντ. 26, Εὐρ. Ὀρ. 1585· ὡσαύτως, ν. τεθνηὼς ἢ κατατεθνηώς, νέκυες κατατεθνηῶτες, κτάμενοι, καταφθίμενοι Ὅμ.· ἀνδρὸς Πέρσεω ὁ ν. Ἡρόδ. 1. 140, πρβλ. 3. 16· ὁ κατθανὼν ν. Σοφ. Ἀντ. 515. 2) ἐν τῷ πληθ., τὰ πνεύματα, Λατ. Manes, inferi, νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα, συχν. ἐν Ὀδ. Λ., σπανιώτερον ἐν τῇ Ἰλ. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., μεθ’ Ὅμηρ., ἐχθρὸν ὧδ’ αἰδεῖ νέκυν; Σοφ. Αἴ. 1356 κίχλαι αἱ νέκυες Ἀνθ. Π. 11. 96· ἀλλὰ πρβλ. Ἰλ. Ω. 35, 423. ― Ποιητ. λέξ. ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις. [ῡ ἐν τῇ ὀνομ. καὶ αἰτ. τοῦ ἑνικ. παρ’ Ὁμ. ἐν Ἰλ. Σ. 180, Δ. 492, κτλ.· ἀλλὰ ῠ παρ’ Εὐρ. ἐν Φοιν. 1745, Ἱκέτ. 70, Ὀρ. 1585, καὶ παρὰ μεταγεν. Ἐπικ.]. (Ἐκ τῆς √ ΝΕΚ παράγονται καὶ τὰ νέκυια, νεκρός· πρβλ. Σανσκρ. naś, naś-ami (intereo), naś-as (nex, mors)· Ζενδ. naç-u (cadaver)· Λατ. nec-are, nex, καὶ πιθαν. noc-ere, nox-a (πρβλ. naus, navis, Σλαυ. navi (νεκρός).)