ὀρυμαγδός
English (LSJ)
ὁ,
A loud noise, din, as of a throng of men fighting, working, or running about, freq. in Hom. (esp. in Il., 17.424, al.), cf. Hes. Sc.232,401 ; also of men and dogs, Il.10.185; of horses and men, 17.741: not used of voices, but only of inarticulate sounds : hence also δρυτόμων ὀ. the sound of wood-cutters, 16.633 ; ὀρυμαγδὸν ἔθηκε, of the rattling made by throwing a load of wood on the ground, Od. 9.235, cf. Il.21.313 ; of the roar of a raging river, ῥέων μεγάλῳ ὀρυμαγδῷ ib.256 ; of the sea, Simon.51 ; of oars, A. R.4.105.
German (Pape)
[Seite 388] ὁ (vgl. ὠρύω u. ἀράσσω), Geräusch, Lärm, bes. das verworrene Getöse versammelter Heere od. der Kämpfenden; πολὺς δ' ὀρυμαγδὸς ὀρώρει, Il. 2, 810; oft von den in die Schlacht Ziehenden; πολὺς δ' ὀρυμαγδὸς ἐπ' αὐτῷ ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν, 10, 185; δρυτόμων ἀνδρῶν, 16, 633; vom rauschenden Flusse, ῤέων ἕπετο μεγάλῳ ὀρυμαγδῷ, 21, 256, vgl. 313; von dem Getöse, welches der Kyklop macht, indem er das Bündel Holz hinwirft, Od. 9, 235; Hes. Sc. 401.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρῠμαγδός: ὁ, ἰσχυρὸς κρότος, θόρυβος, βοή, οἵα ἡ ἐκ πλήθους ἀνθρώπων μαχομένων, ἐργαζομένων ἢ περιτρεχόντων, συχν. παρ’ Ὁμ. (μάλιστα ἐν τῇ Ἰλ.), Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 232, 401, ὡσαύτως ἐπὶ ἵππων καὶ κυνῶν, Ἰλ. Κ. 185, Ρ. 741. Ἡ λέξις φαίνεται ὅτι δὲν ἦτο ἐν χρήσει ἐπὶ ἰσχυρῶν φωνῶν ἀλλὰ μόνον ἐπὶ συγκεχυμένων ἀνάρθρων ἤχων· ἐντεῦθεν καὶ ὀρυμαγδὸς δρυτόμων, ὁ κρότος, ὁ κτύπος τῶν ξυλοκόπων, Ἰλ. Π. 633· ὀρυμαγδὸν ἔθηκε, ἐπὶ τοῦ κρότου ὃν παράγει δέσμη ξύλων ῥιπτομένων κατὰ γῆς, Ὀδ. Ι. 235, πρβλ. Ἰλ. Φ. 313· ἐπὶ τοῦ ἤχου ὃν παράγει ὁ ἐκ τοῦ ὄρους κατερχόμενος χείμαρρος, ῥέων μεγάλῳ ὀρυμαγδῷ Ἰλ. Φ. 256· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Σιμωνίδ. 61. Λέξ. Ἐπική.