εἰσάνειμι
From LSJ
English (LSJ)
A go up into, ἠέλιος..οὐρανὸν εἰσανιών 7.423, Hes.Th.761 ; ἱερόν A.R.1.1092.
German (Pape)
[Seite 740] (s. εἶμι), zu Etwas hinausgehen; ἥλιος οὐρανὸν εἰσανιών, den Himmel hinaufsteigend, Il. 7, 423; Hes. Th. 761 u. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσάνειμι: ἀναβαίνω ἐπάνω εἰς, ἠέλιος... οὐρανὸν εἰσανιὼν Ἰλ. Η. 423, Ἡσ. Θ. 761.
French (Bailly abrégé)
seul. part. prés. εἰσανιών;
monter dans, s’élever dans, acc..
Étymologie: εἰς ἄνειμι.