προκύπτω

From LSJ
Revision as of 20:08, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκύπτω Medium diacritics: προκύπτω Low diacritics: προκύπτω Capitals: ΠΡΟΚΥΠΤΩ
Transliteration A: prokýptō Transliteration B: prokyptō Transliteration C: prokypto Beta Code: proku/ptw

English (LSJ)

   A point forwards and downwards, ἄκρος ὁ ποὺς ἧσσόν τι -κύπτειν ἐθέλει ἐς τοὔμπροσθεν (in dislocations) Hp.Art.59.    2 stick one's head out, peep out, ἐκ τοῦ δίφρου D.C.64.6; διά τινων ὀπῶν S.E.M. 7.350, cf. 364: c. gen., τῆς καλύβης Alciphr.3.30; θυρίδων Babr.116.3.    3 peep out, emerge, ἔξω τείχους Ar.Av.496; of things, τιτθίον Id.Ra.415; γλῶττα Luc.Alex.12; κυνίδιον ἐκ τοῦ ἱματίου π. Id.Merc. Cond.34; ἐξ ὠδίνων προὔκυψε τὸ βρέφος Porph.Gaur.16.5, cf. S.E.M. 5.65: metaph., τὸ νοητικὸν π. Lysis ap. Iamb.VP17.77; ὅσα π. ἀπὸ τῆς συνῃρημένης φύσεως Dam.Pr.85; ἐπ' ἄκρων τῶν χειλῶν π. τις λόγος (prob. for ὑπερ-) Aristaenet.2.10.    4 Medic., suffer from prolapsus, of the iris, Gal.12.716; of the omentum, Id.18(1).97.    5 flow out, of water, Porph. in Cat.104.21.    II stoop before, of a hunchback, οὐ προεστάναι τῆς πόλεως, ἀλλὰ προκεκυφέναι Plu.2.633d.

German (Pape)

[Seite 732] sich vorwärts od. vornüber bücken, beugen, neigen; ἄρτι προκύπτω ἔξω τείχους, Ar. Av. 496, hervorragen, -gucken; προκύψας εἰς τὸ ἐμφανέστερον, Luc. Conviv. 37; γλῶσσα προκύπτει, Alex. 12; komisch bei Plut. Symp. 2, 1 προκύπτειν τῆς πόλεως von einem Bucklichen, statt προεστάναι.

Greek (Liddell-Scott)

προκύπτω: [ῡ] μέλλ. -ψω, κύπτω πρὸς τὰ ἔξω οὕτως ὥστε νὰ βλέπω, ἔξω τείχους Ἀριστοφ. Ὄρν. 496· ἐκ τοῦ δίφρου Δίων Κ. 64. 6· διά τινων ὀπῶν Σέξτ. Ἐμπ. 7. 350, πρβλ. 364· καὶ μετὰ γεν., τῆς καλύβης Ἀλκίφρων 3. 30· θυρίδων Βάβρ. 116. 3· ― ἐπὶ πραγμάτων, οἷον ἐπὶ μερῶν τοῦ σώματος, προκύπτει ἄκρος ποὺς Ἱππ. π. Ἄρθρ. 825· τιτθίον Ἀριστοφ. Βάτρ. 412· γλῶττα Λουκ. Ἀλέξ. 12· κυνίδιον ἐκ τοῦ ἱματίου πρ. ὁ αὐτ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 34· ― μεταφορ., τὸ νοητικὸν πρ. Λῦσις παρ’ Ἰαμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 77· ἀπ’ ἄκρων τῶν χειλῶν προκύπτει τις λόγος Ἀρισταίν. 2. 10· πρβλ. παρακύπτω. ΙΙ. κύπτω ἐνώπιόν τινος, οὐ προεστάναι τῆς πόλεως, ἀλλὰ προκεκυφέναι Πλούτ. 2. 633D.

French (Bailly abrégé)

1 baisser la tête en avant (pour regarder) ; en gén. se pencher en avant de, gén.;
2 être suspendu sur ; être prêt à sortir.
Étymologie: πρό, κύπτω.