σκορακισμός
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ὁ,
A contumely, LXX Si.41.19, Plu.2.467e.
German (Pape)
[Seite 904] ὁ, das zu den Raben Jagen, überh. Beschimpfung, Verachtung, Ungnade, Plut. de tranquill. animi 6.
Greek (Liddell-Scott)
σκορᾰκισμός: ὁ, περιφρόνησις, καταφρόνησις, «χλευασμός, ἀπάτη, ὕβρις, φαυλισμός, ἀποδοκιμασία» Ἡσύχ., Πλούτ. 2. 467Α, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΜΑ΄,19).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action d’envoyer promener ; traitement injurieux.
Étymologie: σκορακίζω.