λειόγλωσσος
From LSJ
οἷς πρόθεσίς ἐστιν ἀδικεῖν, παρ' αὐτοῖς οὐδὲ δικαία ἀπολογία ἰσχύει → not even a just excuse means anything to those bent on injustice | the tyrant will always find a pretext for his tyranny | any excuse will serve a tyrant
English (LSJ)
ον,
A smooth-tongued, flattering, Sm., Thd.Pr.6.24.
German (Pape)
[Seite 24] glattzüngig, schmeichlerisch, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λειόγλωσσος: -ον, ἔχων λείαν γλῶσσαν, κολακευτικός, Σύμμ. Παλ. Διαθ.
Greek Monolingual
λειόγλωσσος, -ον (Α)
αυτός που έχει λεία, αβρή γλώσσα, κολακευτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. αλλό-γλωσσος, πικρό-γλωσσος].