μελάνωμα

From LSJ
Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

German (Pape)

[Seite 120] τό, das Geschwärzte, die Schwärze, Eumath.

Greek (Liddell-Scott)

μελάνωμα: τό, «μαύρισμα», Εὐμάθ. σ. 13.

Greek Monolingual

το (Μ μελάνωμα) η βαφή με μαύρο χρώμα, το μαύρισμα
νεοελλ.
1. ρύπανση, λέρωμα με μελάνη
2. στον πληθ. μελανώματα
ιατρ. γενική ονομασία που δίνεται σε καλοήθεις ή κακοήθεις όγκους οι οποίοι σχηματίζονται από μελανοκύτταρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελανώνω. Η λ. ως ιατρικός όρος είναι αντιδάνεια (πρβλ. αγγλ. melanoma)].