κίχορα
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
ων, τά,
A chicory, Cichorium Intybus, Nic.Al.429:—also κιχόρη, ἡ, Thphr.HP7.7.1: κιχόριον, τό, ib.1.10.7, al. (= ἀναγαλλίς, Dsc.2.178, s.v.l.); so called in Egypt, Plin.HN19.129: in pl., Ar.Fr. 293 (nisi leg. κιχόρεια, cf. Lat.c[icaron]chorē). [ῑ Nic.l.c., perh. metri gr.]
German (Pape)
[Seite 1444] τά, Cichorien, Nic. Alex. 429.
Greek (Liddell-Scott)
κίχορα: -ων, τά, ἄγρια λάχανα, «ῥαδίκια», «πικραλίδες», Νικ. Ἀλ. 429· ― ὡσαύτως κιχόρεια, Ἀριστοφ. (Ἀποσπ. 281) παρὰ Φωτ., Πολυδ. Ϛ', 62, μετὰ διάφ. γραφ. κιχόρια, ἀλλὰ τὸ cichorēa παρ’ Ὁρατ. ἐπιβεβαιοῖ τὸ πρῶτον. Παρὰ Θεοφρ. καὶ Διοσκ. κιχώρη, ἡ, κιχώριον, τό, εἶναι μόνον ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ κιχόρη, κιχόριον. ῑ ἐν Νικ. ἔνθ. ἀνωτ.
Greek Monolingual
κίχορα, τὰ (Α)
το φυτό κιχόριο («κίχορα καρδαμίδας τε», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική και κληρονόμησαν οι ρομανικές γλώσσες (πρβλ. γαλλ. chicoree < λατ. cichorēa)].