παράλληλος
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
English (LSJ)
ον,
A beside one another, side by side, αἱ π. (sc. γραμμαί) parallel lines, Arist.APr.65a4, APo.77b22, cf. Mech. 856b28 ; π. κύκλοι the five zones, D.L.7.155, Nonn.D.38.258 ; ὁ π. κύκλος parallel of latitude, Hipparch.2.2.26, al., Cleom.1.2, etc.: without κύκλος, ὁ διὰ τοῦ Βορυσθένους π. Str.1.4.4, al.; οἱ βίοι οἱ π. the parallel lives of Plutarch, Plu.Thes.1, cf. Pel.2, etc.; ἐκ παραλλήλου parallelwise, Id.Comp.Ag.Gracch.1. 2 ἐν παραλλήλοις κεῖσθαι, of words used pleonastically, A.D.Adv.140.13 ; ἐκ παραλλήλου εἰρηκέναι Alex.Aphr. in Metaph. 331.1, cf. Asp.in EN65.30, 104.1. Adv. -λως, τίθεσθαι A.D.Synt.247.17 ; but π. χρώμενοι τοῖς ὀνόμασιν using the forms (Ζῆνα, Δία) indifferently, Arist.Mu.401a14. 3 c. dat., parallel to or with, χάραξ π. τῷ τείχει Plb.8.32.3, etc.; ὁ Ῥῆνος π. ὢν τῇ Πυρήνῃ Str.4.1.1.
German (Pape)
[Seite 488] neben einander stehend, liegend, bes. gleichlaufend, von Linien; außer dem acc. plur., der in den älteren Schriftstellern richtiger παρ' ἀλλήλους, παρ' ἄλληλα geschrieben wird, erst bei Sp.; οἰκίαι παράλληλοι τῷ ποταμῷ, Pol. 7, 6, 6; προεβάλλοντο στοὰν παράλληλον τῷ τείχει, 22, 11, 6; auch c. gen., 9, 21, 10; βίον παρ. γράφειν, von Plutarch, Agath. 36 (Plan. 331); – ἐκ παραλλήλου, sich entsprechend, Gramm. – Auch adv., Arist. mund. 7, Schol.
Greek (Liddell-Scott)
παράλληλος: -ον, ὁ πλησίον ἑτέρου ἢ παραπλεύρως κείμενος, αἱ παράλληλοι (ἐξυπακ. γραμμαὶ) Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 2. 16, 2, Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 12, 4, πρβλ. Μηχαν. 25. 6· π. κύκλοι, αἱ πέντε ζῶναι, Διογ. Λ. 7. 155, Νόνν. Δ. 38. 258· καὶ ὁ π. (ἐξυπακ. κύκλος), παράλληλος πλάτους, ὁ διὰ τοῦ Βορυσθένους π. Στάβ. 63, πρβλ. 64, 68, κλ.· οἱ βίοι οἱ π., τοῦ Πλουτάρχου, Πλουτ. Θησ. 1, πρβλ. Πέλοπ. 2, κτλ.· ἐκ παραλλήλου, κατὰ τρόπον παράλληλον, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. κ. Γράκχ. Συγκρ. 1· οὕτως ἐπίρρ. -λως, Ἀριστ. π. Κόσμ. 7, 1, κλ. 2) μετὰ δοτικ., παράλληλος πρός τι, μετά τινος, χάραξ π. τῷ τείχει Πολύβ. 8. 34, 3, κτλ.· ὁ Ρῆνος π. ὢν τῇ Πυρήνῃ Στράβ. 177· ὡσαύτως μετὰ γενικ., Πολύβ. 9. 21, 10. - Ὁ τύπος οὗτος ἀπαντᾷ πρῶτον παρ’ Ἀριστ. καὶ εἰσήχθη ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων εἰς πολλὰ χωρία τῶν δοκίμων συγγραφέων ὅπου ἤδη ἀποκατεστάθησαν οἱ ὀρθοὶ διῃρημένοι τύποι παρ’ ἀλλήλους, παρ’ ἄλληλα, π. χ. Δημ. 315. 4., 395. 24· ἴδε Ζωναρ. 1501.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
placé en regard, parallèle ; οἱ παράλληλοι (κύκλοι) les cercles parallèles, càd les zones ; ἐκ παραλλήλου PLUT d’une manière semblable, pareillement.
Étymologie: παρά, ἀλλήλων.