ἀντικαθίζομαι
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
English (LSJ)
Ion. ἀντικατ-, fut. -εδοῦμαι: aor. -εζόμην:—Med.,
A sit or lie over against, of armies or fleets watching one another, Hdt. 4.3.5.1, Th.1.30,4.124. II Act., place or settle instead of another, LXX4 Ki.17.26.
German (Pape)
[Seite 252] (s. ἵζω), sich gegenüber setzen, ἀντικατιζομένων Her. 5, 1. 4, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντικαθίζομαι: καὶ ἀντικαθέζομαι, Ἰων. ἀντικατ-: μέλλ. -εδοῦμαι: παρατ. (μ. σημ. ἀορ.) -εζόμην: - Μέσ., λαμβάνω θέσιν ἀπέναντι, ἀντιστρατοπεδεύω, ἐπὶ στρατιωτικῶν κινήσεων κατὰ γῆν ἢ κατὰ θάλασσαν, ἀντικατιζόμενοι ἐμάχοντο Ἡρόδ. 4. 3., 5. 1, ἐπέπλεόν τε οὐδέτεροι ἀλλήλοις, ἀλλὰ τὸ θέρος τοῦτο ἀντικαθεζόμενοι χειμῶνος ἤδη ἀνεχώρησαν Θουκ. 1. 30., 4. 124. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. εὕρηται παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Βασιλ. Δ΄, ιζ΄, 26), «τὰ ἔθνη ἃ ἀπῴκισας καὶ ἀντεκάθισας ἐν πόλεσι Σαμαρείας», τὰ ἐκάθισες εἰς τὰς θέσεις ἄλλων ἐθνῶν.
French (Bailly abrégé)
s’établir ou camper en face.
Étymologie: ἀντί, καθίζομαι.