ἀντιστρατοπεδεύω
English (LSJ)
A encamp over against, τινί Isoc.6.80, Plb.1.74.13, Onos.10.19,etc.
II more freq. in Med., τινί Hdt.1.76: abs., Th.1.30: so pf. Pass., Id.4.124, X.HG7.4.13.
Spanish (DGE)
milit. acampar frente a en v. med. c. dat. de pers., Hdt.1.76, Th.4.124
•c. ἐπί y dat. de lugar, Th.1.30, abs. X.HG 7.4.13
•en v. act. c. dat. de pers. ἀντιστρατοπεδευσάντων αὐτῷ τῶν πολεμίων Plb.1.74.13, cf. Isoc.6.80, Plb.3.76.5
•abs. Onas.10.19, Polyaen.3.9.52.
French (Bailly abrégé)
camper en face de, τινι;
Moy. ἀντιστρατοπεδεύομαι m. sign.
Étymologie: ἀντί, στρατοπεδεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιστρᾰτοπεδεύω: тж. med. располагаться лагерем против (τινι Her., Thuc., Isocr., Polyb., Plut.; ἀ. ναυσί τε καὶ πεζῷ Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιστρᾰτοπεδεύω: στρατοπεδεύω ἀπέναντι, Διον. Ἁλ. 8. 25.
Greek Monolingual
ἀντιστρατοπεδεύω κ. -ομαι (Α)
στρατοπεδεύω απέναντι από το στρατόπεδο του εχθρού.
Greek Monotonic
ἀντιστρᾰτοπεδεύω: μέλ. -σω, στρατοπεδεύω απέναντι, τινί, σε Ισοκρ., Πολύβ.· κυρίως στη Μέσ. με Παθ. παρακ., σε Ηρόδ., Αττ.
Middle Liddell
to encamp over against, τινί Isocr., Polyb.; mostly in Mid. with perf. pass., Hdt., Attic
Lexicon Thucydideum
castra ex adverse ponere, to pitch camp opposite, 1.30.4, 4.124.2.