χειράγρα

From LSJ
Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειράγρα Medium diacritics: χειράγρα Low diacritics: χειράγρα Capitals: ΧΕΙΡΑΓΡΑ
Transliteration A: cheirágra Transliteration B: cheiragra Transliteration C: cheiragra Beta Code: xeira/gra

English (LSJ)

ἡ,

   A gout in the hand, Asclep. ap. Gal.13.1026. Ptol.Tetr. 153 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1344] ἡ, die Lähmung der Hand durch die Gicht, die Handgicht, wie ποδάγρα gebildet.

Greek (Liddell-Scott)

χειράγρα: ἡ, ἀρθρῖτις κατὰ τὴν χεῖρα, Λατ. chiragra, καὶ παρὰ Λατ. ποιηταῖς cheragra, Γλωσσ. πρβ. ποδάγρα.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
αρθρίτιδα του άκρου χεριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + ἄγρα «κυνήγι, πιάσιμο» (πρβλ. ποδ-άγρα). Τη λ. δανείστηκαν από την Ελληνική οι ξένες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. chiragra, γαλλ. chiragre].