ὀσμή
English (LSJ)
ἡ, Att. form of the older ὀδμή (v. fin.),
A smell, odour, freq. of foul smells, δεινὴ δὲ θεείου γίγνεται ὀδμή Il.14.415 ; πικρὸν ἀποπνείουσαι ἁλὸς . . ὀδμήν, of seals, Od.4.406; ὀδμὰ . . κατὰ χῶρον κίδναται Pi.Fr.129.6 ; ὀσμὴ βροτείων αἱμάτων A.Eu.253 ; ὀσμὴν ἀπ' αὐτοῦ (sc. τοῦ νεκροῦ) . . πεφευγότες S.Ant.412 ; κακὴ ὀσμή Id.Ph.891: pl., βυρσῶν ὀσμὰς δεινάς Ar.Pax753 ; ὀσμαὶ οὐκ ἀνεκτοί Th.7.87, etc. ; but also of fragrant odours, ὡς καλὴν ὀσμὴν ἔχει E.Cyc.153, cf. Ar.Ec. 1124 ; οἴνου ὀ. Alex.222.4, Philem.98.4 : hence, scent, perfume, X. Hier.1.4, Ach.Tat.2.38 ; on ὀ. as affecting the sense, cf. Arist.Sens. 440b28 sq., de An.421a7 sq., Thphr.CP6.1.1 sq. II the sense of smell, = ὄσφρησις, Democr.11, Hsch.—The older form ὀδμή (cf. ὄδωδα, ὄζ-ω, od-or) is alone used by Hom., Hdt., and Pi. ; it occurs also in A.Pr.115 (lyr.), Democr. l. c., and in later Prose, Thphr.CP6.14.1, al., Phylarch.63 J., Diocl.Fr.129, Anon.Lond.34.38, etc. ; but ὀσμή is Att. acc. to Phryn.71 ; also Ion., Hippon.in PSI9.1089.11.
German (Pape)
[Seite 396] ἡ (vgl. ὀδμή), Geruch, sowohl Wohlgeruch, als Gestank; ὀσμὴ βροτείων αἱμάτων με προσγελᾷ, Aesch. Eum. 244; κακή, Soph. Phil. 879; ὡς καλὴν ὀσμὴν ἔχει, Eur. Cycl. 153; u. in Prosa, ὀσμαὶ ἦσαν οὐκ ἀνεκτοί, Thuc. 7, 87; εἰσί τε ὀσμαὶ ξύμπασαι καπνὸς ἢ ὁμίχλη, Plut. Tim. 66 e; χρώμασιν ἢ ὀσμαῖς πεποικιλμένα φάρμακα, Crat. 394 a; Folgde; Plut. non posse 4 sagt τῆς ἡδονῆς ἡ ψυχὴ παραλαβοῦσα τὴν μνήμην ὥςπερ ὀσμήν. – Auch der Geruchssinn, Sp. – Ὀσμή gilt als die eigentlich attische Form für ὀδμή, vgl. Lob. Phryn. 89.
Greek (Liddell-Scott)
ὀσμή: ἡ, Ἀττ. τύπος τοῦ παλαιοτέρου ὀδμὴ (ἴδε ἐν τέλ.): ― ὀσμή, «μυρωδιά», δεινὴ δὲ θείου γίγνεται ὀδμὴ Ἰλ. Ξ. 415· πικρὸν ἀποπνείουσαι … ἁλὸς ὀδμήν, ἐπὶ τῶν φωκῶν, Ὀδ. Δ. 406· ὀδμὰ ... κατὰ χῶρον κίδναται Πινδ. Ἀποσπ. 95. 6· ὀσμὴ βροτείων αἱμάτων Αἰσχύλ. Εὐμ. 253· ὀσμὴν ἀπ’ αὐτοῦ (ἐξυπακουομ. τοῦ νεκροῦ) ... πεφευγότες Σοφοκλ. Ἀντ. 412· κακὴ ὀσμὴ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 891· πληθ., βυρσῶν ὀσμὰς δεινὰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 753· ὀσμαὶ οὐκ ἀνεκτοὶ Θουκ. 7. 87, κλ· ― τὰ ἀνωτέρω χωρὶα δεικνύουσιν ὅτι ἡ λέξις συχνάκις κεῖται ἐπὶ δυσαρέστου ἢ κακῆς ὀσμῆς ἢ δυσωδίας· ἀλλά, ὡς καλὴν ὀσμὴν ἔχει Εὐρ. Κύκλ. 153· πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1124· οἴνου ὀσμὴν Ἄλεξις ἐν «Ταραντίνοις» 4. 4, Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 12 ὅθεν, ὡσαύτως, εὐῶδες μύρον, Ξεν. Ἱερ. 1, 4, Ἀχιλλ. Τάτ. 2. 38· ― περὶ τῆς ὀσμῆς ὡς προσπιπτούσης εἰς τὰ αἰσθητήρια, ἴδε Ἀριστ. π. Αἰσθ. 2, 19, π. Ψυχῆς 2. 9, 1 κἑξ. ΙΙ. τὸ αἰσθητήριον τῆς ὀσφρήσεως ὄσφρησις, Ἡσύχ. ― Ὁ παλαιότερος τύπος ὀδμὴ (πρβλ. √ΟΔ, ὄζω, od-or) εἶναι ἐν χρήσει μόνον παρ’ Ὁμ., Ἡροδ., καὶ Πινδ.· ἀπαντᾶ ὡσαύτως παρ’ Αἰσχύλ. Πρ. 115 (Λυρικ.)· καὶ παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 14, 1, Λουκ., κτλ.· ἀλλὰ ὁ τύπος ὀσμὴ θεωρεῖται ὡς γνησιώτερος ἀττικός, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 89.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
I. 1 odeur;
2 parfum fabriqué;
II. odorat.
Étymologie: att. p. ὀδμή.