ἀπροπτωσία

From LSJ
Revision as of 19:48, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπροπτωσία Medium diacritics: ἀπροπτωσία Low diacritics: απροπτωσία Capitals: ΑΠΡΟΠΤΩΣΙΑ
Transliteration A: aproptōsía Transliteration B: aproptōsia Transliteration C: aproptosia Beta Code: a)proptwsi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A freedom from precipitancy, deliberateness, Stoic. 2.39, Chrysipp.ib.40, M.Ant.3.9.

German (Pape)

[Seite 339] ἡ, das Wesen des ἀπρόπτωτος, M. Anton. 3, 9. Bei D. L. 7, 46 erkl. Zeno sie = ἐπιστήμη τοῦ πότε δεῖ συγκατατίθεσθαι καὶ μή.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπροπτωσία: ἡ, ὡς τὸ ἀπροπετία, ἔλλειψις προπετείας, περίσκεψις, Ζήνων ὁ Στωικὸς παρὰ Διογ. Λ. 7. 46 ὁρίζει αὐτήν, ἐπιστήμην τοῦ πότε δεῖ συγκατατίθεσθαι καὶ μὴ Μ. Ἀντων. 3.9.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
art de ne pas céder trop promptement.
Étymologie: ἀ, προπίπτω.