πολυαρκής

From LSJ
Revision as of 19:32, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

ξυλισάμενοι ὀλίγα κομμάτια → having gathered a few pieces of wood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠαρκής Medium diacritics: πολυαρκής Low diacritics: πολυαρκής Capitals: ΠΟΛΥΑΡΚΗΣ
Transliteration A: polyarkḗs Transliteration B: polyarkēs Transliteration C: polyarkis Beta Code: poluarkh/s

English (LSJ)

ές, (ἀρκέω)

   A much-helpful, supplying many wants, mostly in Sup. -έστατος, [ποταμός] Hdt.4.53; γῆ D.H.1.36; πόλις Plu.Alex.26; λογισμός Ael.NA Prooem.; τὸ πολυαρκὲς τῆς ταριχείας durability, Luc.Nec.15. Adv. -κῶς Hsch.    2 = ἀσφόδελος, Gloss. (dub.).

German (Pape)

[Seite 659] ές, für Viele, oder sehr hinreichend; Luc. Necyom. 15 u. Sp.; πολυαρκέστατος ποταμός, Her. 4, 53, sehr groß, wie πόλις Plut. Alex. 26; γῆ, D. Hal. 1, 36. – Adv. πολυαρκῶς, erkl. Hesych. τελείως ἀρκῶν.

Greek (Liddell-Scott)

πολυαρκής: -ές, (ἀρκέω) ὁ λίαν βοηθητικός, ὁ εἰς πολλὰς ἀνάγκας ἐξαρκῶν, πολυαρκέστατος ποταμὸς Ἡρόδ. 4. 53· γῆ Διον. Ἁλ. 1. 36· -εστάτη πόλις Πλουτ. Ἀλέξ. 26· ― τὸ π. ἡ διάρκεια, Λουκ. Νεκυομαντ. 15. Ἐπίρρ. πολυαρκῶς· «τελείως ἀρκῶν» Ἡσύχ. ― Κατὰ τὸν Ζηκίδην γραπτέον πολυάρκης καὶ ἐπίρρ. πολυάρκως.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui suffit amplement ; riche, abondant ; τὸ πολυαρκές LUC abondance durable;
Sp. πολυαρκέστατος.
Étymologie: πολύς, ἀρκέω.