σκληρώδης
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
English (LSJ)
ες, contr. for σκληροειδής, Man.4.325, cj. for ὀχληρώδης in Lucil. ap. Gell.18.8.
German (Pape)
[Seite 901] ες, zsgzgn statt σκληροειδής, πέτρα, hart, Maneth. 4, 325.
Greek (Liddell-Scott)
σκληρώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ σκληροειδής. Μανέθων 4. 325.
Greek Monolingual
-ες / σκληρώδης, -ῶδες, ΝΜΑ σκληρός
αυτός που έχει σκληρή υφή, σκληρή σύσταση, σκληρός
νεοελλ.
φρ. «σκληρώδης ιστός» — ιστός που υπέστη σκλήρυνση λόγω παθολογικής ανάπτυξης ινωδών συνδετικών στοιχείων
μσν.
πεισματάρης.