σαπρόστομος
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
ον,
A with foul breath, Arist. ap. Stob.3.5.42.
German (Pape)
[Seite 862] mit faulem, stinkendem Munde, Athem, Stob.
Greek (Liddell-Scott)
σαπρόστομος: -ον, ὁ ἔχων τὴν πνοὴν τοῦ στόματος βρωμεράν, βρωμόστομος, Στοβ. 72. 53.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός του οποίου το στόμα αναδίδει δυσάρεστη οσμή, που πάσχει από κακοσμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαπρός + -στομος (< στόμα), πρβλ. αυθαδό-στομος, κακό-στομος].