τήθη
Γιγνώσκεις οὖν καὶ σὺ τὰ στρατηγικὰ ἔργα → Therefore you, too, know the works (i.e. job) of a general.
English (LSJ)
(sts. written τηθή; the Ion. voc. τῆθα, Sch.Il.3.130, prob. belongs to this word), ἡ,
A grandmother, Ar.Ach.49, Lys.549, And.1.128, Pl.R.461d, Is.3.23, IG22.1534.229, D.57.20 (v.l. τιτθῆς, -ῇ), Men.532.4 (τιθή codd.), Hierocl.p.61 A. (τιτθαί, τίθαι, τίτθαι codd.), Lib.Or.25.47 (vv. ll. τήτθη, τίθη), Thom.Mag.p.359 R. (τίθη codd. and prob. Thom.); title of play by Diphilus, IG22.2363.35: τίθη λέγεται ἡ μάμμη, τίτθη ἡ βυζάστρια, τιθήνη ἡ τροφός Ps.-Hdn.Gr. post Moer.p.479 P., cf. Ptol.Asc.p.394 H., etc. II nurse; τῆ, ὅθεν καὶ τήθη ἡ λέγουσα δέξαι, θήλασον" Sch.Il.14.219, cf. Sch.Ar. Lys.549; but this is an error, the word for nurse being τίτθη (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1105] ἡ, auch τηθή, wie τίτθη (Wutzel θα), – 1) die Amme, Sp. u. VLL. – 2) die Großmutter; Ar. Ach. 49 Lys. 549; Andoc. 1, 128; πάππους τε καὶ τηθάς, Plat. Rep. V, 461 d, wo v. l. τίτθας ist; Sp., wie Plut. Symp. 8, 9. – Beide Wörter, τήθη u. τίτθη, werden oft verwechselt, vgl. Ruhnk. zu Tim. p. 256 u. Lob. zu Phryn. 134, der in der ersten Bdtg immer τἰτθη oder τιτθή schreiden u. τήθη oder τηθή nur in der Bdtg Großmutter gelten lassen will; s. auch Mein. Men. 190.
Greek (Liddell-Scott)
τήθη: (ἐνίοτε φέρεται τηθή, κακῶς ὅμως καθ’ Ἡρῳδιαν. Α΄, 311, 29), ἡ, μάμμη, προμήτωρ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 49, Λυσ. 549, Ἀνδοκ. 17. 1, Πλάτ. Πολ. 461D, Ἰσαῖ. 40. 16, κλπ. ΙΙ. = τίτθη, τροφός, πιθανῶς ὅμως, πανταχοῦ ὅπου ἡ σημασία αὕτη ἀπαιτεῖται, γραπτέον τίτθη, ἐπειδὴ αἱ δύο αὗται λέξεις διηνεκῶς ἐναλλάσσονται ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις, ἴδε Meineke εἰς Μένανδρ. 190 (Ἄδηλ. 3. 4), Λοβ. εἰς Φρύν. 134, Γ. Ν. Χατζιδάκιν πν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΓ΄, σ. 698· - οὕτω, τιτθεύεται διορθοῦται ὑπὸ Βεκκήρου ἀντὶ τηθεύεται ἐν Ἀριστ. περὶ Ζ. Γεν. 3. 2, 27.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
c. τηθή.