σπεῖρα
English (LSJ)
ἡ,
A anything twisted or wound, ποιεῖν τι οἷον σπεῖραν twist it into a ball, Hp.Morb. 2.33. 2 pl., coils or spires of a serpent, S.Fr. 535 (anap.), Ar.Fr.500; πολύπλοκοι σ. E.Med.481, cf. Ion 1164: so in sg., Nic.Th.156, A.R.4.151, Arat.47,89, etc. 3 rope, cord, Nic.Fr. 74.21, f.l. in Hp.Steril.235; σπείραισι δικτυοκλώστοις with the net's meshy folds, S.Ant.346 (lyr.); ship's cable, Plu.2.507b; padded circle used by women carrying weights on their head, Aët. 12.55; so by Atlas, Apollod.2.5.11; as a lamp-stand, ἀρτεμισίας σ. ἐπὶ τὸν λύχνον PMag.Lond.121.601 (cf. σπειρίον 111); round cushion, IG5(1).1390.24 (Andania, i B.C.). 4 a mode of dressing the hair, Poll.2.31, 4.149. 5 σ. βόειαι thongs or straps of ox-hide to guard and arm a boxer's fist, Theoc.22.80. 6 knot or curl in wood, Thphr.HP5.2.3, Plin.HN16.198. 7 a kind of cheesecake (al. σπῖρα), Chrysipp. Tyan. ap. Ath.14.647d. 8 rounded moulding in the base of an Ionic or Corinthian column, torus, IG12.372.64, Sardis 7(1) No.181 (i A.D.), CIG2713-14 (Labranda), Poll.7.121, Vitr.3.5.3. 9 Geom., anchor-ring, tore, produced by revolution of a circle about a line in its plane but not passing through the centre, Hero *Deff.97, Procl. in Euc.p.119 F. II Milit., tactical unit, in the Ptolemaic army, BGU1806.4 (i B.C.); used to translate the Roman manipulus, Plb.11.23.1, al., Str.12.3.18, Plu.Aem.17; κατὰ σπείρας,= Lat. manipulatim, Plb.3.115.12; later, cohort, Act.Ap.10.1, J.BJ3.4.2, IGRom.1.10 (Massilia), 1373 (Egypt), al., OGI208.2 (Nubia, ii A.D.), al. (gen. in this sense always σπείρης, Act.Ap. l.c., POxy.477.3 (ii A.D.), BGU73 (ii A.D.), OGIl.c., etc.). 2 = θίασος, religious college or guild, gen. σπείρης IG14.925 (Portus Trajani); dat. σπείρῃ ib.977 (Rome), Inscr.Perg.319,320; nom. σπεῖρα AEM 14.28 (Roumania); Lat. spira, CIL 6.261 (Rome), al. (cf. σπειράρχης).
German (Pape)
[Seite 918] ἡ, auch σπείρα betont, das lat. spira, alles Gewundene; vom Netze, ἄγει πόντου τ' εἰναλίαν φύσιν σπείραισι δικτυοκλώστοις, Soph. Ant. 346; σπείραις πολυπλόκοις, Eur. Med. 481; σπεῖραι τριχῶν, Haarflechten, Poll. 2, 31. 4, 149. – Bei Apolld. 2, 5, 11, σπεῖραν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ποιήσασθαι, wie Schol. Ap. Rh. 4, 1396 ein Ring, den man unter die auf dem Kopfe zu tragende Last legte. – Auch die Basis, Unterlage einer Säule; – βόειαι σπεῖραι, der von Ochsenleder gemachte, um die Faust gewundene caestus der Faustkämpfer, Theocr. 22, 80. – Windung, Schneckenlinie, der gewundene Gang der Schlangen, Arat. 446; ὁλκοὶ τοῦ ὄφεως, Suid., u. ähnl. – Auch ein Schiffstan, das man im Sturme auswarf und hinter dem Schiffe schleppen ließ, um den schwankenden u. schnellen Gang des Schiffes zu sichern u. zu hemmen, νεὼς μὲν γὰρ ἁρπαγείσης ὑπὸ πνεύματος ἐπιλαμβάνονται σπείραις καὶ ἀγκύραις τὸ τάχος ἀμβλύνοντες, Plut. de garrul. 10; vgl. Luc. Tox. 10. – Im Holze solche Stellen, wo die Holzfasern schneckenförmig in einander gewunden sind, Maser, Theophr. – Bei Pol. der römische manipulus, der dritte Theil der Cohorte, 11, 23, 1 u. sonst; κατὰ σπείρας, manipulatim, 3, 115, 12 u. öfter; Plut., N. T. u. a. Sp. – Vgl. noch σπάρτος, σπάργω, σπάργανον u. σφαῖρα.
Greek (Liddell-Scott)
σπεῖρα: ἡ, Λατ. spira, πρᾶγμα ἑλικοειδῶς συνεστραμμένον ἢ περιτετυλιγμένον, σύστρεμμα, ποιεῖν τι οἷον σπεῖραν, συστρέφων τι σχηματίζω εἰς σφαῖραν, Ἱππ. 471. 44. 2) ἐν τῷ πληθ., οἱ ἑλιγμοὶ ὄφεως, Σοφ. Ἀποσπ. 480, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 426· πολύπλοκοι σπ. Εὐρ. Μήδ. 481, πρβλ. Ἴωνα 1164· καὶ οὕτως ἐν τῷ ἑνικῷ, Νικ. Θηρ. 156, κτλ.· ἐντεῦθεν λέγεται καὶ ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ ὄφεως, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 151, Ἄρατ. 47, 89, κτλ.· πρβλ. σπείρημα. 3) σχοινίον, Ἱππ. 685. 10, Νίκ. παρ’ Ἀθην. 683C· σπείραις δικτυοκλώστοις, μὲ τοὺς ἑλιγμοὺς τῶν δικτύων, Σοφ. Ἀντ. 347· μάλιστα καλῴδιον πλοίου, Πλούτ. 2. 507Α· κυκλοτερές τι προσκεφάλαιον, ὅπερ αἱ γυναῖκες φέρουσι βάρος τι ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἔθετον ἐπ’ αὐτῆς ὅπως μὴ καταπονῆται (ὡς τὰ νῦν οἱ πωλοῦντες τὰς κολλύρας), Ἀπολλόδ. 2. 5, 11. 4) τρόπος κτενίσματος τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς, Πολυδ. Β΄, 31, Δ΄, 149. 5) σπεῖραι βόειαι, ἱμάντες ἐκ δέρματος βοὸς δι’ ὧν ὁ πύκτης ὥπλιζε τὴν πυγμήν του, caestus, Θεόκρ. 22. 80. 6) κόμβος ξύλου, ῥόζος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 2, 3, Πλίν. 16. 76, 1. 7) εἶδος πλακοῦντος ἐκ τυροῦ (ἕτεροι σπίρα), Χρύσιππ. Τυαν. παρ’ Ἀθην. 647D. 8) = τῷ Λατιν. tors, μία ἐκ τῶν μεγάλων στρογγύλων γλυφῶν τῶν περὶ τὴν βάσιν Ἰωνικοῦ ἢ Κορινθιακοῦ κίονος, Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 64., 2713-14, Πολυδ. Ζ', 121, Βιτρούβ. 3. 41 κἑξ. ΙΙ. σῶμα ἐνόπλων ἀνδρῶν, ἐν χρήσει πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ Ρωμαϊκοῦ manipulus, περιέχοντος δύο λόχους, Πολύβ. 11. 23, 1, κτλ.· κατὰ σπείρας, manipulatim, αὐτόθι 3. 115, 1· - ἀλλ’ ἐν Πράξ. Ἀποστ. ι΄, 1, = cohors, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4, σ. 162 (Indices), Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. 3. 4, 2. (Πρβλ. σπάρτον, σπυρίς, Λατ. sporta).
French (Bailly abrégé)
1ας (ἡ) :
mieux que σπείρα;
enroulement, d’où
I. spirale, repli tortueux d’un serpent d’ord. au plur.
II. objet enroulé, entortillé, particul.
1 repli d’un filet, filet;
2 cordage qu’on enroulait pour ralentir la marche d’un navire dans une tempête;
3 ceste, lanière de cuir que les athlètes s’enroulaient autour du poignet pour le pugilat;
III. corps de troupes : σπείρα στρατηγίς PLUT la cohorte prétorienne.
Étymologie: DELG rac. « plier, entourer, envelopper », cf. σπάργανον, σπάρτον.
2pl. de σπεῖρον.