ἐκκυλίνδω

From LSJ
Revision as of 19:33, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκῠλίνδω Medium diacritics: ἐκκυλίνδω Low diacritics: εκκυλίνδω Capitals: ΕΚΚΥΛΙΝΔΩ
Transliteration A: ekkylíndō Transliteration B: ekkylindō Transliteration C: ekkylindo Beta Code: e)kkuli/ndw

English (LSJ)

   A roll out, ᾤ' ἐκκυλίνδων Ar.Pax134 : mostly in aor. I, σε καταιγίδες ἐξεκύλῑσαν.. γυμνὸν ἐπ' ἠϊόνι AP7.501 (Pers.), cf. 582 (Jul.); overthrow, πίτυν.. γαίης ἐξεκύλισε ib.9.131 ; ἐξεκύλισε βίην ib. 543 (Phil.):—Pass., S.OT812: elsewh.aor.1, ἐκ δίφροιο.. ἐξεκυλίσθη he rolled headlong from the chariot, 11.6.42,23.394, cf. AP11.399 (Apollinar.); but ἐκκυλισθέντος τοῦ τροχοῦ Pherecyd.37(a) J.; plunge headlong, εἰς ἔρωτας love-intrigues, v.l. for ἐγκ-, X.Mem.1.2.22, cf. Opp.H.4.20; γένος εἰς κακίαν ἐσχώτην ἐκκεκυλισμένον Max.Tyr.30.3.    2 extricate, ὅστις δὴ τρόπος ἐξεκύλισέ νιν Pi.Fr.7, cf. AP7.176 (Antiphil.):—Pass., to be extricated from, ὅτῳ τρόπῳ τῆσδ' ἐκκυλισθήσει τύχης A.Pr.87; ἐκκυλισθῆναι ἐκ δικτύων X.Cyn.8.8, cf. Plu.Galb. 27.    3 Pass., to be published abroad, εἰς ἀγοράν Id.2.507e.

German (Pape)

[Seite 765] = ἐκκυλίω; ἀπήνης ἐκκυλίνδεται Soph. O. R. 812; Ar. Pax 134.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκῠλίνδω: (ἴδε κυλίνδω) κυλίω πρὸς τὰ ἔξω, ᾠὰ ἐκκυλίνδων Ἀριστοφ. Εἰρ. 134· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κατ’ ἀόρ. α΄ ἐπὶ ἀνέμων, ἐξεκύλισάν σε... γυμνὸν ἐπ’ ἠϊόνι Ἀνθ. Π. 7. 501, πρβλ. 582: - κατακρημνίζω, πίτυν... γαίης ἐξεκύλισε Ἀνθ. Π. 9. 131· ἐξεκύλισε βίην αὐτόθι 543: - Παθ., μόνον κατ’ ἀόρ. α΄, ἐκ δίφροιο... ἐξεκυλίσθη, ἐκυλίσθη κατακέφαλα ἐκ τοῦ ἅρματος, Ἰλ. Ζ. 42, Ψ. 394, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 812, Ἀνθ. Π. 7. 399. 2) ἐξάγω τινὰ ἔκ τινος περιπλοκῆς, ὅστις δὴ τρόπος ἐξεκύλισέ νιν Πινδ. Ἀποσπ. 2· πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 176: - Παθ., ἐξέρχομαι περιπλοκῆς, ὅτῳ τρόπῳ τῆσδ’ ἐκκυλισθήσει τύχης Αἰσχύλ. Πρ. 87· ἐκκυλισθῆναι ἐκ δικτύων Ξεν. Κυν. 8. 8, πρβλ. Πλουτ. Γάλβ. 27· εἰς ἔρωτας, κυλίομαι «μὲ τὰ μοῦτρα» εἰς ἐρωτικὰς περιπλοκάς, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 22, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 4. 20, Πλούτ. 2. 507Ε.

French (Bailly abrégé)

seul. prés;
c.
ἐκκυλίω.
Étymologie: ἐκ, κυλίνδω.